«Η ανάπτυξη κλινικής έρευνας πρέπει να σταματήσει απλώς να συζητείται, καθώς φιλοδοξία του υπουργείου και προσωπική μου είναι αυτό να γίνει πραγματικότητα», είπε ο κ. Μπασκόζος, επισημαίνοντας ότι πρέπει να σταματήσει να υπάρχει φόβος για τη συνεργασία μεταξύ κράτους και ιδιωτικής πρωτοβουλίας, καθώς, η Ελλάδα έχει χάσει πολλές ευκαιρίες, στο παρελθόν λόγω αυτού.
Σήμερα στην Ελλάδα γίνονται 128 μελέτες, 10% περισσότερες σε σχέση με πέρυσι και στις έρευνες αυτές συμμετέχουν 5.195 ασθενείς, «αριθμός ο οποίος δεν είναι καθόλου μικρός», σύμφωνα με την Ευγενία Φούζα-Σταυροπούλου, Αν. Προϊσταμένη Διεύθυνσης Φαρμακευτικών Μελετών και Έρευνας, ΕΟΦ. Οι έρευνες όπως σημείωσε , πραγματοποιούνται σε 558 ερευνητικά κέντρα, με προϋπολογισμό ο οποίος αγγίζει τα 50 εκ. ευρώ.
Η πλειοψηφία των ομιλητών όμως στο 4ο Clinical Research Conference, στάθηκε στα προβλήματα και τα εμπόδια για τις κλινικές μελέτες, μεταξύ των οποίων η γραφειοκρατία η οποία δημιουργεί «απίστευτες καθυστερήσεις», ο μη συντονισμός των φορέων και η έλλειψη υποδομών και κέντρων. Ο Μελέτιος Δημόπουλος, καθηγητής Ιατρικής, Πρύτανης, στον Εθνικό & Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, σημείωσε ότι χρειάζεται ένα κεντρικό συμβούλιο που θα συντονίζει τις κλινικές μελέτες, αλλά και μονάδες που θα ασχολούνται με τις συγκεκριμένες παθήσεις. «Οι κλινικές μελέτες δεν μπορεί να γίνονται στο πλαίσιο της καθημερινής δουλειάς στην κλινική και δεν μπορείς να περιμένεις από το κράτος να το τακτοποιήσει αυτό, καθώς είναι περισσότερο θέμα του νοσοκομείου και του επιστήμονα να το προχωρήσει παρά του κράτους. Χρειάζονται εξειδικευμένοι γιατροί που θα ασχολούνται μόνο με αυτό το αντικείμενο χωρίς περιττή γραφειοκρατία», κατέληξε.
Στον χαιρετισμό του ο. Σπύρος Φιλιώτης, αντιπροέδρος του Συνδέσμου Φαρμακευτικών Επιχειρήσεων Ελλάδας (ΣΦΕΕ) και πρόεδρος της Ειδικής Επιτροπής Κλινικών Μελετών του ΣΦΕΕ, τόνισε ότι «Η κλινική έρευνα αποτελεί τεκμηριωμένα, βασικό μοχλό επιστημονικής και κοινωνικής προόδου και μια από τις παραγωγικές επενδύσεις με υψηλή προστιθέμενη αξία για την Υγεία και την πραγματική οικονομία της χώρας». Στον Κλάδο του Φαρμάκου, συνέχισε ο κ. Φιλιώτης, «η πρόθεση των εταιριών να επενδύσουν «μπλοκάρεται» από την άτακτη και καθυστερημένη ροή εγκρίσεων και πληρωμών από τους φορείς του δημοσίου, κάτι που επιδρά στην ανταγωνιστικότητα της χώρας στο πεδίο της κλινικής έρευνας». Εκανε λόγο για διορθωτικές κινήσεις , ώστε όπως είπε ,να αξιοποιηθούν τα μεγάλα περιθώρια της επένδυσης, που σήμερα αγγίζει μόνο τα 100 εκ. ευρώ ετησίως, όταν η διεθνής φαρμακοβιομηχανία επενδύει στην Ευρώπη περίπου 35 δις ευρώ, ενώ στο Βέλγιο τον προηγούμενο χρόνο επενδύθηκαν σε έρευνα 2 δισ. ευρώ.
Για κουλτούρα συνεννόησης, σε σχέση με την πραγματικότητα της χώρας μίλησε ο Διοικητής, Πανεπιστημιακό Γενικό Νοσοκομείο Πατρών Χαράλαμπος Μπονάνος ο οποίος αναφέρθηκε στο Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο του Ρίου, σημειώνοντας ότι πρόκειται για μια ολόκληρη πολιτεία με 1.700 εργαζόμενους και 250 χιλ. ασθενείς (2014), με εξειδικευμένα τμήματα και εξειδικευμένο επιστημονικό προσωπικό, «αποτελώντας πόλο έλξης για κλινικές μελέτες». Ήδη, όπως ανέφερε, υπάρχει γραφείο κλινικών μελετών με συγκεκριμένο υπεύθυνο στο Νοσοκομείο. Ο κ. Μπονάνος τόνισε ότι «οι κλινικές μελέτες δεν μπορούν να αφορούν νοσοκομεία που υπολειτουργούν, αλλά νοσοκομεία με εξειδικευμένα τμήματα. Σήμερα μόνο 10 – 15 Νοσοκομεία πανελλαδικά, αποτελούν επιλογή».
Στην έλλειψη ενημέρωσης και στο φόβο που υπάρχει εστίασε η πρόεδρος του Συλλόγου Ρευματοπαθών Κρήτης Κατερίνα Κουτσογιάννη, μεταφέροντας την δικής της εμπειρία, καθώς έχει συμμετάσχει σε μελέτη. «Ξέρω πόσο σημαντικό είναι να έχουμε δωρεάν τα φάρμακα με υψηλό κόστος όσο ‘τρέχει’ η μελέτη και εν συνεχεία να υπάρχει καλή πρόσβαση σε αυτά. Πρέπει να βγουν έντυπα και να μπουν αξιόπιστες πληροφορίες στις ιστοσελίδες των συλλόγων». Ένας ασθενής που ενδιαφέρεται να μπει σε κλινική μελέτη αν ο γιατρός του δεν ασχολείται ή αν ο ίδιος δεν είναι κοντά σε ερευνητικό κέντρο, δεν μπορεί να το κάνει, κατέληξε.