Ο Συνήγορος διαπίστωσε ότι υπήρχαν ισχυρές ενδείξεις πλημμελειών της απορριπτικής απόφασης που εξέδωσε η επιτροπή ενστάσεων και ειδικότερα εσφαλμένη ερμηνεία των διατάξεων περί μόνιμης διαμονής και ανεπαρκής αιτιολογία.
Η ανεξάρτητη αρχή ζήτησε, το 2012, από τον διοικητή του ΟΓΑ να αναπέμψει την υπόθεση στην επιτροπή, όργανο αρμόδιο για την έκδοση της πράξης και συνεπώς και για την επανεξέτασή της και ανάκλησή της, σύμφωνα και με την νομολογία των διοικητικών δικαστηρίων.
Η διοίκηση του ΟΓΑ απέρριψε την πρόταση, με την αιτιολογία της απουσίας ρητής διάταξης περί επανεξέτασης υπόθεσης μετά την έκδοση απόφασης επί ενστάσεως.
Στην συνέχεια, κάνοντας χρήση του ευεργετήματος της δωρεάν νομικής βοήθειας, η ενδιαφερόμενη υπέβαλε αίτηση ακυρώσεως στο Συμβούλιο της Επικρατείας η οποία έγινε δεκτή. Το Συμβούλιο της Επικρατείας, ακολουθώντας την πάγια νομολογία του, δέχθηκε την ερμηνεία της έννοιας της διαμονής που είχε προτείνει και ο Συνήγορος του Πολίτη και έκρινε ότι η απορριπτική απόφαση δεν ήταν νομίμως και επαρκώς αιτιολογημένη. Με το σκεπτικό αυτό, το δικαστήριο ακύρωσε την προσβαλλόμενη απόφαση και ανέπεμψε την υπόθεση στον ΟΓΑ, προκειμένου να εκδώσει απόφαση.
Μετά από νέα παρέμβαση του Συνηγόρου, η Επιτροπή Εκδίκασης Ενστάσεων κατά πράξεων του Προϊσταμένου του Κλάδου Οικογενειακών Επιδομάτων, εξέδωσε απόφαση για την χορήγηση της παροχής στην ενδιαφερόμενη.