Ειδικότερα, τον πρωθυπουργό Αλέξη Τσίπρα εκπροσώπησε ο γραμματέας του πολιτικού γραφείου του Δημήτρης Τζανακόπουλος, ενώ παρόντες ήταν ο αντιπρόεδρος της Βουλής Δημήτρης Κρεμαστινός, ο υπουργός Δικαιοσύνης Νικόλαος Παρασκευόπουλος, ο πρόεδρος της Ένωσης Κεντρώων Βασίλης Λεβέντης, οι βουλευτές Μάκης Βορίδης, Σπύρος Χαλβατζάκης και Γιώργος Καρράς, η τέως πρόεδρος της Βουλής Ζωή Κωνσταντοπούλου, ο πρόεδρος του Συμβουλίου της Επικρατείας Νικόλαος Σακελλαρίου, ο πρόεδρος του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών Βασίλης Αλεξανδρής, η γενική επίτροπος των Διοικητικών Δικαστηρίων Ευτυχία Φουντουλάκη, πρόεδροι των άλλων δικαστικών Ενώσεων, τέως πρόεδροι ανωτάτων δικαστηρίων, δικαστές, κ.ά.
Σε χαιρετισμό του ο κ. Τζανακόπουλος, αναφέρθηκε στις οικονομικές συγκυρίες που επικρατούν στην χώρα μας και στους φραγμούς που θέτουν σε πολλαπλά επίπεδα, ενώ τόνισε ότι πρωταρχικό μέλημα της κυβέρνησης είναι η αξιολόγηση του προγράμματος.
Ακόμη, ο κ. Τζανακόπουλος αναγνώρισε την ύπαρξη των ελλείψεων στις κτιριακές δομές των δικαστηρίων και τα οργανικά κενά, λέγοντας χαρακτηριστικά ότι η κυβέρνηση έχει πλήρη επίγνωση της κατάστασης στο χώρο της Δικαιοσύνης και ο υπουργός Δικαιοσύνης θα κάνει ότι είναι δυνατό, μέσα στα κρατούντα πλαίσια.
Ο υπουργός Δικαιοσύνης Νκ. Παρασκευόπουλος εξέφρασε τις απόψεις του σε δύο θέματα που έχουν απασχολήσει τόσο το δικαστικό και νομικό κόσμο, όσο και τους πολίτες.
Το πρώτο ζήτημα που έθεσε ο κ. Παρασκευόπουλος ήταν η νέα διάταξη που ψηφίστηκε από την Βουλή (Ν. 4356/2015) και επιτρέπει τη χρήση παρανόμως αποκτηθέντων αποδεικτικών μέσων (λίστες φοροφυγάδων, κ.λπ.) που έχουν συλλεγεί με παράνομο τρόπο σε υποθέσεις σκανδάλων διαφθοράς, ενώ το δεύτερο ήταν ο τρόπος χορήγησης τηλεοπτικών αδειών, που έντονα απασχόλησε πριν από λίγα 24ωρα την Βουλή. Υπενθυμίζεται ότι όταν συζητήθηκε στη Βουλή το θέμα των αδειών τέθηκε ζήτημα συνταγματικής ανοχής και ερμηνείας και σε συνδυασμό με το ΕΣΡ.
Ο υπουργός Δικαιοσύνης ανέφερε, μεταξύ των άλλων, για τα δύο επίμαχα θέματα, ότι η λύση της επιεικείας επιβάλλει να βρεθεί λύση μέσα από τις συνταγματικές διατάξεις, αλλά πρέπει να υπάρξει και στάθμιση των αγαθών.
Επίσης, ανέφερε ότι η εξουσία είναι υπόλογη απέναντι στην Δικαιοσύνη όπως αυτή εκφράζεται από το Σύνταγμα και τόνισε ότι η Δικαιοσύνη αξίζει περισσότερη στήριξη, αλλά η συγκυρίες δεν το επιτρέπουν.
Ο πρόεδρος του ΣτΕ κ. Σακελλαρίου, ανέφερε κατά αρχάς ότι «όταν οι υποθέσεις αυτές (σ.σ.: τηλεοπτικές άδειες και χρήση μη νομίμως αποκτηθέντων στοιχείων) θα έρθουν στο Συμβούλιο της Επικρατείας και τα άλλα δικαστήρια θα κριθούν από τους δικαστές ως προς την συνταγματικότητά τους».
Παράλληλα, ο κ. Σακελλαρίου ανέφερε: «Με την επίκληση του λεγόμενου δημοσιονομικού συμφέροντος και υπό την διαρκή απειλή της κοινωνικοοικονομικής καταρρεύσεως, η χώρα μας, δέσμια των αναλειφθησών διεθνώς υποχρεώσεων της σύρεται κατά κυριολεξία στην λήψη συνεχών επώδυνων οικονομικών μέτρων, ο περιοριστικός χαρακτήρας των οποίων επηρεάζει καίρια την κρατική δράση σε όλες σχεδόν τις μορφές εκδηλώσεώς της.
Τα οικονομικά αυτά μέτρα που επιβάλλονται είτε με τον μανδύα διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων άμεσης απόδοσης συνεπάγονται υπέρογκες επιβαρύνσεις για τους πολίτες λόγω του σωρευτικού τους χαρακτήρος, δοκιμάζουν τις αντοχές τους και απειλούν σοβαρά την ίδια τη συνοχή της κοινωνίας μας.
Τα σοβαρά προβλήματα που αντιμετωπίζουμε δεν επιτρέπουν πλέον να ομιλούμε για ενίσχυση του κράτους δικαίου ή του κοινωνικού κράτους, αλλά μόνο για τη διάσωσή του. Δεν έχουμε καιρό. Πρέπει να προσπαθήσουμε να βρούμε το ταχύτερο δυνατό τις καλύτερες και ρεαλιστικότερες λύσεις στα προβλήματα που αντιμετωπίζουμε, να κρατήσουμε τις λεπτές ισορροπίες -όπου απαιτείται- ώστε η χώρα μας να εξέλθει όσο πιο γρήγορα γίνεται από τη βαθιά κρίση που καθημερινά βιώνουμε όλοι μας».
Δεν παρέλειψε ο κ. Σακελλαρίου να τονίσει, αλλά και να περάσει με τη σειρά του το δικό του μήνυμα, λέγοντας: «Οποιαδήποτε οικονομική κρίσις όσο βαθιά και αν είναι δεν είναι νοητό να επηρεάζει τον σκληρό πυρήνα του κράτους με την θεσμική αποδήμηση των προσώπων, τα οποία είναι επιφορτισμένα με την εκτέλεση βασικών αποστολών του, όπως είναι η εθνική άμυνα και η ασφάλεια, η υγεία, η παιδεία και η Δικαιοσύνη. Και τούτο διότι κάτι τέτοιο θα ισοδυναμούσε με την ανυπαρξία κράτους, χωρίς το οποίο οποιαδήποτε οικονομική θυσία θα απέβαινε μάταια.
Σήμερα όμως χρειαζόμαστε κράτος εν λειτουργία, κράτος αξιόπιστο, σεβαστό από τον πολίτη, με λειτουργούς οι οποίοι πρέπει να έχουν εξασφαλισμένη την θεσμική τους θωράκιση, ώστε να μην αισθάνονται από τη μια στιγμή στην άλλη ότι κινδυνεύουν».
Ο κ. Λεβέντης, ανέφερε ότι το κόμμα του δεν προστατεύει κανέναν καναλάρχη, αλλά αντί να μπαίνουν κριτήρια για τη χορήγηση των τηλεοπτικών αδειών «ο χασάπης πρωθυπουργός λέει τόσες άδειες».
Ακόμη, ανάφερε ο κ. Λεβέντης ότι έχει τη πεποίθηση ότι «οι δικαστές πρέπει να αντιστέκονται όταν βλέπουν κυβερνήσεις αλαζόνων».
Η τέως πρόεδρος της Βουλής κυρία Κωνσταντοπούλου, ανέφερε ότι η αδικία που προέρχεται από την εξουσία είναι αφόρητη, ενώ παρακάπτονται οι αποφάσεις των δικαστηρίων και εφαρμόζονται εντολές και παραγγελίες που θέλουν ακόμη και την παραβίαση των δικαστικών αποφάσεων.
Στην συνέχεια ο πρόεδρος του ΔΣΑ κ. Αλεξανδρής αναφερόμενος στη νέα διάταξη για τη χρήση των παράνομων αποδεικτικών στοιχείο, τόνισε ότι το ζήτημα αυτό το λύνει το άρθρο 19 του Σύνταγμα το οποίο απαγορεύεται η χρήση τους.
Η πρόεδρος της Ένωσης Διοικητικών Δικαστών Ειρήνη Γιανναδάκη στην ομιλία της, μεταξύ των άλλων ανέφερε:
«Καθώς μέρος αφορά τις κτιριακές εγκαταστάσεις των διοικητικών και όχι μόνο δικαστηρίων η δικαιοσύνη ακουμπά το ταβάνι της εγκατάλειψης.
Τα περισσότερα διοικητικά δικαστήρια εξακολουθούν να στεγάζονται σε επικίνδυνα και απολύτως ακατάλληλα ακόμη και με τις προδιαγραφές τριτοκοσμικών κρατών διαμερίσματα πολυκατοικιών με απαρχαιωμένα μέσα καθόλου εύχρηστα ούτε καν διασφαλισμένα. Σε επίπεδο υλικοτεχνικών μέσων ο απαρχαιωμένος εξοπλισμός μας είναι εντελώς δυσανάλογος με τον όγκο και την έκταση των δικογραφιών. Πραγματικά η ένδεια των μέσων που παραχωρούνται στη δικαιοσύνη είναι εντυπωσιακή και εξοργιστική».
Ως προς το νομοθετικό πλαίσιο της χώρας μας η κυρία Γιανναδάκη είπε:
«Παρατηρώντας όμως και την κατάσταση του νομοθετικού πλαισίου στη χώρα μας πραγματικά δυσκολεύεται κάποιος να βρει λέξεις να την αποτυπώσει .
Ο πολύπλοκος μνημονιακός νομοθετικός πληθωρισμός με αλληλοεπικαλυπτόμενους κανόνες και αποσπασματική προσέγγιση για τα ρυθμιζόμενα θέματα, χωρίς στοιχειώδη κωδικοποίηση και οι συνεχείς αλλαγές του νομοθετικού πλαισίου, συνεχίζονται αδιατάρακτα, δημιουργώντας ένα απολύτως δαιδαλώδες θεσμικό οικοδόμημα χωρίς εσωτερική συνοχή. Οι κανόνες καλής νομοθέτησης που θεσπίστηκαν με τον Ν.4048/2012 δεν εφαρμόζονται ενώ και οι ερμηνευτικές εγκύκλιοι με τις οποίες κινητοποιείται ο διοικητικός μηχανισμός κατά κανόνα παραλλάσουν ή εξουδετερώνουν τις επιλογές του νομοθέτη.
Η τακτική αυτή είναι αυτονόητο ότι δημιουργεί ανασφάλεια δικαίου και δυναμιτίζει την αρχή της νομιμότητας στα πλαίσια της οποίας καλούνται να ενεργήσουν τα διοικητικά όργανα, τα οποία τις περισσότερες φορές δεν γνωρίζουν ούτε το πλαίσιο των αρμοδιοτήτων τους εξαιτίας των συνεχών αλλαγών και σ΄αυτόν τον τομέα».
Αναφερόμενη στις εκκρεμείς υποθέσεις στα Διοικητικά Δικαστήρια, η πρόεδρος της Ένωσης τόνισε ότι στα διοικητικά πρωτοδικεία εκκρεμούν 269.935 υποθέσεις. Αναλυτικότερα, ανέφερε:
«Είναι αυτονόητη η συνεχής δημιουργία πληθώρας διοικητικών διαφορών, ενώ και ο πληθωρισμός των προσδοκιών που προβάλλεται για τους δικαστές γίνεται μέρος του προβλήματος, αφού ο δικαστικός έλεγχος κάτω από τις συγκεκριμένες συνθήκες εμφανίζεται εξαιρετικά δύσκολος μέσα σε εύλογο χρόνο.
Την όλη κατάσταση επιδεινώνει και η κακή οργάνωση και λειτουργία της διοικητικής δικαιοσύνης εξαιτίας και της οποίας τα δικαστήρια είναι απροετοίμαστα να αντιμετωπίσουν την πληθώρα νέων διαφορών που προκάλεσε και συνεχίζει να προκαλεί η μνημονιακή νομοθεσία .
Σύμφωνα με έκθεση της ΕΕ για το 2015 η Ελλάδα βρίσκεται στην 1η θέση του πίνακα εκκρεμών διοικητικών υποθέσεων, σε σύνολο 20 κρατών-μελών, επιτυγχάνοντας όμως να μειώσει αισθητά τον απαιτούμενο χρόνο περάτωσης των υποθέσεων.
Πράγματι τα τελευταία τέσσερα χρόνια ο αριθμός των υποθέσεων που διεκπεραιώνεται παρουσιάζει αυξητική κατ΄ έτος τάση,- κυρίως όμως σε προτιμηθείσες λόγω μνημονιακής υποχρέωσης υποθέσεις φορολογικού αντικειμένου, - έτσι ώστε μόνο στο μεγαλύτερο Δ. Πρωτοδικείο της Αθήνας να διεκπεραιωθούν 25.000 υποθέσεις περισσότερες εκείνων των αντίστοιχων προηγουμένων ετών.
Εκκρεμούν όμως στα διοικητικά πρωτοδικεία 269.935 υποθέσεις από τις οποίες 51.138 έχουν προσδιοριστεί να δικαστούν τους επόμενους μήνες, για 197.691 δεν έχει προσδιοριστεί δικάσιμος, ενώ για 21.106 αναμένεται η έκδοση απόφασης
Στα εφετεία η κατάσταση είναι καλλίτερη, η συνολική εκκρεμότητα ανέρχεται σε 39.952 από τις οποίες 18.551 έχουν ήδη προσδιοριστεί να δικαστούν, 15.517 δεν έχουν προσδιοριστεί ακόμη ενώ εκκρεμούν στα χέρια των δικαστών 5.884 υποθέσεις».
Παράλληλα, η κυρία Γιανναδάκη, μεταξύ των άλλων, ανέφερε:
«Αλλά τι νόημα μπορεί να έχει η προσφυγή στη δικαιοσύνη και η αποτελεσματικότητα της δικαστικής προστασίας, όταν τις περισσότερες φορές δεν εφαρμόζονται οι δικαστικές αποφάσεις ή καταργούνται επί της ουσίας με νέες νομοθετικές ρυθμίσεις, τακτική που ακυρώνει τον θεσμικό ρόλο της Δικαιοσύνης.
Είναι όμως προφανές, ότι μέσα στο καθεστώς έκτακτων περιστάσεων, που βιώνουμε, με κυρίαρχο το οικονομικό πρόταγμα της δημοσιονομικής προσαρμογής και την αποτελεσματικότητά της, η Πολιτεία μας υπολείπεται των απαιτήσεων του συνταγματικού της ρόλου , από την νομοθετική λειτουργία ως την δημόσια διοίκηση, συμπτώματα επικίνδυνης και ανησυχητικής αποδόμησης των θεσμών του κράτους δικαίου που θέτουν σε κίνδυνο και τις θεσμικές εγγυήσεις της κοινωνικής συνοχής.
Στην πραγματικότητα απέναντι σ΄ αυτήν την κατάσταση , ο μόνος θεσμός που έχει ακόμη το κύρος να εγγυηθεί την εφαρμογή του κράτους δικαίου και την κοινωνική συνοχή είναι η Δικαιοσύνη, γεγονός που εξηγεί και τον όγκο των υποθέσεων στα δικαστήρια».