Η πρώτη ανεπιτυχής προσπάθεια να θεσμοθετηθεί το ΕΕΕ έγινε το 2000, κατά την περίοδο διακυβέρνησης Σημίτη. Το 2005 ο ΣΥΡΙΖΑ κατέθεσε στο κοινοβούλιο δεύτερο σχέδιο νόμου για την καθιέρωση του ΕΕΕ, το οποίο επίσης δεν προχώρησε. Στην ΕΕ όμως η πολιτική που ακολουθήθηκε για ανάλογες περιπτώσεις οικονομικής κρίσης, είναι διαφορετική. Παρά το γεγονός ότι παρατηρούνται σημαντικές διαφοροποιήσεις μεταξύ των Ευρωπαϊκών Κοινωνικών Συστημάτων ως προς το ύψος και την ποικιλία των παροχών ή τους όρους προσβασιμότητας σε αυτές, εντούτοις υπήρξαν μοντέλα ΕΕΕ που εφαρμόστηκαν και συνεχίζουν να εφαρμόζονται. Ακόμα και ως έσχατο μέτρο, στόχος είναι το ΕΕΕ να βοηθήσει όσους το λάβουν να μην πέσουν κάτω από το οικονομικό όριο που θεωρείται το ελάχιστο επίπεδο αξιοπρεπούς διαβίωσης.
Σχεδόν σε όλες τις Ευρωπαϊκές χώρες το ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα χορηγείται ύστερα από αίτηση του ενδιαφερόμενου ατόμου ή οικογένειας. Κοινή προϋπόθεση για να χορηγηθεί η εισοδηματική στήριξη είναι ο έλεγχος των οικονομικών πόρων των υποψήφιων δικαιούχων, καθώς και η παροχή στήριξης για την επανένταξή τους στην αγορά εργασίας. Το δικαίωμα αφορά τους μόνιμα εγκατεστημένους πολίτες της χώρας, ενώ είναι έντονο το φαινόμενο της διοικητικής αποκέντρωσης των προγραμμάτων.
Στο σύνολο των ευρωπαϊκών χωρών έχουν θεσπιστεί νομοθετικές διατάξεις για την παροχή βοήθειας σε εκείνους τους πολίτες που βρίσκονται σε ανάγκη, είτε επειδή δεν έχουν τους αναγκαίους πόρους ή γιατί δεν έχουν εργασία. Η ανάπτυξη συστημάτων ΕΕΕ είναι έντονη την τελευταία 20αετία με κύριο χαρακτηριστικό την ποικιλομορφία. Κάθε χώρα ακολουθεί διαφορετική πολιτική σε ζητήματα κοινωνικής προστασίας. Σε μια προσπάθεια ομαδοποίησης θα καταλήγαμε σε τέσσερις μεγάλες κατηγορίες:
α) Στην πρώτη κατηγορία εντάσσονται χώρες οι οποίες χαρακτηρίζονται από απλά αλλά περιεκτικά συστήματα (Αυστρία, Βέλγιο, Κύπρος, Τσεχία, Γερμανία, Δανία, Φιλανδία, Πορτογαλία, Ρουμανία, Σλοβενία, Σουηδία, Ολλανδία). Τα συστήματα αυτά απευθύνονται σε άτομα τα οποία δεν διαθέτουν τα αναγκαία μέσα διαβίωσης.
β) Στην δεύτερη κατηγορία συναντάμε χώρες (Εσθονία, Ουγγαρία, Λετονία, Λιθουανία, Πολωνία, Σλοβακία), η οποίες διαθέτουν συστήματα τα οποία ορίζονται ως μη κατηγορικά.
γ) Στην τρίτη κατηγορία περιλαμβάνονται χώρες (Ισπανία, Γαλλία, Ιρλανδία, Μάλτα, Ηνωμένο Βασίλειο), οι οποίες έχουν αναπτύξει ένα σύνθετο δίκτυο από διαφορετικά και συχνά επικαλυμένα συστήματα. Τα συστήματα αυτά απευθύνονται σε κοινωνικές κατηγορίες που έχουν επείγουσα ανάγκη υποστήριξης.
δ) Στην τέταρτη και τελευταία κατηγορία βρίσκονται χώρες (Βουλγαρία, Ελλάδα, Ιταλία), που χαρακτηρίζονται από περιορισμένες και αποσπασματικές διατάξεις, οι οποίες απευθύνονται σε συγκεκριμένες πληθυσμιακές ομάδες.
Ας σημειωθεί ότι η Ελλάδα, σε αντίθεση με άλλες χώρες της ΕΕ, δεν έχει προσδιορίσει με ακρίβεια την έννοια του όρου «ανεπαρκές επίπεδο διαβίωσης».
Τα ευρωπαϊκά συστήματα ΕΕ, καλύπτουν ένα ποικίλο φάσμα κοινωνικών παροχών. Η Λετονία για παράδειγμα, διαθέτει ένα γενικό μη ανταποδοτικό ελάχιστο σύστημα, που ενσωματώνεται στην εθνική νομοθεσία. Το υπουργικό συμβούλιο καθορίζει το επίπεδο του ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος. Ωστόσο οι δήμοι έχουν το δικαίωμα να αποκλίνουν από τις εθνικές κατευθυντήριες γραμμές και να καθιερώνουν ένα υψηλότερο επίπεδο ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος, που δεν πρέπει να υπερβαίνει το 50% των κατώτατων συντάξεων γήρατος και αναπηρίας.
Παρόμοια τεχνική εφαρμόζεται και στην Νορβηγία: στην περίπτωση αυτή το ΕΕΕ δεν καθορίζεται από νόμο αλλά από το υπουργείο Εργασίας, το οποίο εκδίδει κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με τα ποσά που απαιτούνται για ένα αξιοπρεπές επίπεδο διαβίωσης. Στην Ιταλία, η νομοθετική αρμοδιότητα έχει μεταφερθεί από το εθνικό επίπεδο στις περιφέρειες ή στους δήμους. Αυτό μεταφράζεται σε ένα «μωσαϊκό» από διάφορα τοπικά συστήματα. Στο Βέλγιο οι παροχές οργανώνονται σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Στην Ισπανία, οι αρμοδιότητες εκτείνονται τόσο σε εθνικό όσο και σε περιφερειακό επίπεδο, για ειδικά συστήματα. Στην Αυστρία, το Ελάχιστο Εγγυημένο Εισόδημα ρυθμίζεται από διαφορετικές νομοθετικές πράξεις και κανονισμούς των εννέα ομοσπονδιών.