Το δημοσκοπικό.. ασανσέρ του τρόμου ανεβοκατεβάζει μέρα παρά μέρα πότε την Άνγκελα Μέρκελ και πότε τον Μάρτιν Σουλτς στους ψηλούς ορόφους του γερμανικού πολιτικού συστήματος. Στους χαμηλότερους ορόφους, μεταξύ Die Linke, Πρασίνων, Ελεύθερων Δημοκρατών και ακροδεξιάς AfD, τα πράγματα μένουν λίγο πολύ σταθερά, με την τελευταία να σταθεροποιείται στην τρίτη θέση, πάνω από το 11%. Τι ακριβώς επηρεάζει αυτή τη συνεχή εναλλαγή στην πρώτη θέση της νυν καγκελαρίου και του σοσιαλδημοκράτη ανθυποψηφίου της δεν είναι πολύ σαφές. Ως γνωστόν, ακόμη και το ελληνικό ζήτημα έχει τη βαρύτητά του, όπως αποκαλύπτουν δημοσκοπήσεις που φέρουν το 47% των Γερμανών αντίθετο σε μια ελάφρυνση του ελληνικού χρέους και περίπου 3 στους 10 να προτιμούν να φύγει η Ελλάδα από την Ευρωζώνη. Αυτή είναι μια «παρενέργεια» της λαϊκιστικής χρησιμοποίησης του ελληνικού προβλήματος από την χριστιανοδημοκρατική κυρίως ηγεσία της Γερμανίας, από την οποία πάντως μόλις πρόσφατα άρχισε να διαφοροποιείται η γερμανική σοσιαλδημοκρατία. Κι οι δυο πλευρές, πάντως, πληρώνουν το τίμημα αυτής της πολιτικής «επένδυσης» με την εδραίωση της ακροδεξιάς AfD, που τώρα ετοιμάζεται να κεφαλαιοποιήσει εκλογικά τον ελληνικό «μύθο» του Β. Σόιμπλε.
«Γερμανική» ή «Ευρωπαϊκή» Γερμανία;
Ωστόσο, το ελληνικό ζήτημα είναι υποσύνολο ενός ευρύτερου ελλείμματος – και διλήμματος- της γερμανικής πολιτικής ελίτ, που χαρακτηρίζει και τους δυο βασικούς πυλώνες του, κυβερνητικούς εταίρους προς το παρόν, αλλά και αντιπάλους στην αναμέτρηση των εκλογών του Σεπτεμβρίου: πρέπει να αποφασίσει αν θα πολιτευτεί ως εκπρόσωπος μιας ερμητικά «γερμανικής» Γερμανίας, απευθυνόμενη και κολακεύοντας αποκλειστικά στο εσωτερικό ακροατήριο, ή αντιθέτως θα μιλήσει για μια «ευρωπαϊκή» και «παγκόσμια» Γερμανία, με τον ρόλο και τις ευθύνες που απορρέουν απ’ αυτό τόσο για την ίδια την ελίτ όσο και για τη γερμανική κοινή γνώμη.
Κι εδώ εισβάλλουν στο γερμανικό πολιτικό τοπίο τα δεδομένα και οι αριθμοί που πιστοποιούν ότι η Ευρωζώνη και η Ε.Ε. λειτουργούν για χρόνια ως μηχανισμοί σκανδαλώδους πριμοδότησης της γερμανικής οικονομίας, κι αυτό αποτελεί πλέον πρόβλημα όχι μόνο για την Ευρωζώνη, αλλά και για την ίδια τη Γερμανία. Τρία θηριώδη οικονομικά πλεονάσματα, όλα σε επίπεδο ιστορικού ρεκόρ, ακτινογραφούν το πρόβλημα.
Δημοσιονομικό και εμπορικό πλεόνασμα
Το πρώτο πλεόνασμα είναι το δημοσιονομικό, δηλαδή του προϋπολογισμού της Γερμανίας, που έκλεισε σχεδόν στα 24 δισ. ευρώ το 2016. Η ανακοίνωσή του σχεδόν ενόχλησε τη γερμανική κυβέρνηση, και την ίδια την καγκελάριο Μέρκελ, που ψέλλισε ότι «το πλεόνασμα δεν είναι αυτό που νομίζετε», ως σύζυγος που συνελήφθη επ’ αυτοφώρω με τον εραστή της. «Δεν είναι τόσο μεγάλο όσο φαίνεται και ο δημοσιονομικός χώρος της ομοσπονδιακής κυβέρνησης για ευελιξία είναι σχετικά περιορισμένος», είπε η Μέρκελ με μια αγωνία να προλάβει τον εκτροχιασμό της εκλογικής αντιπαράθεσης σε μια πλειοδοσία υποσχέσεων για περισσότερες δημόσιες επενδύσεις, αλλά και πιέσεις από την Κομισιόν και την ΕΚΤ, που έχουν ζητήσει από τη γερμανική ηγεσία να αυξήσουν τις δημόσιες δαπάνες και να ενθαρρύνουν αυξήσεις μισθών πολύ πριν επισημοποιηθεί το πλεόνασμα.
Το δεύτερο πλεόνασμα της Γερμανίας είναι πολύ σημαντικότερο από το δημοσιονομικό. Το γερμανικό εμπορικό πλεόνασμα του 2016 έφτασε στο ύψος ρεκόρ των 253 δισ. ευρώ, και το πλεόνασμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών στα 266 δισ. ευρώ, το υψηλότερο από το 1991, λίγο μετά την επανένωση των δυο Γερμανιών. Με δεδομένο ότι το 60% των εξαγωγών της Γερμανίας γίνονται στην ίδια την Ε.Ε., γίνεται προφανές ότι το γερμανικό «θαύμα» καθίσταται παράγοντας ανισορροπίας για όλη την Ένωση. Και γι’ αυτό ακριβώς υποτίθεται ότι ελέγχεται από την Κομισιόν, στο πλαίσιο της Διαδικασίας Μακροοικονομικών Ανισορροπιών, που προβλέπει μέτρα, αλλά ακόμη και κυρώσεις για μια χώρα που παρουσιάζει πλεόνασμα άνω του 6% του ΑΕΠ για περισσότερο από τρία χρόνια. Η Γερμανία έκανε αντίστοιχο ρεκόρ για έβδομη συνεχή χρονιά, και δεν έχει ανοίξει ρουθούνι.
Το κρυφό πλεόνασμα: όλοι χρωστούν στη Γερμανία
Υπάρχει κι ένα τρίτο πλεόνασμα με το οποίο ελάχιστοι ασχολούνται και αποτελεί καίριο δείκτη της χρηματοοικονονομικής σταθερότητας της Ευρωζώνης. Πρόκειται για το ισοζύγιο του TARGET 2, δηλαδή του διακανονισμού πληρωμών όλου του χρηματοπιστωτικού τομέα που είναι ενταγμένος στο ευρωσύστημα με την ΕΚΤ, από την οποία αντλεί ρευστότητα. Το ισοζύγιο αυτό για τις 19 χώρες της Ευρωζώνης αποτυπώνεται στο παρακάτω γράφημα:
Τι δείχνει, με απλά λόγια, το γράφημα αυτό; Ότι οι περισσότερες χώρες της Ευρωζώνης έχουν έλλειμμα στο ισοζύγιο αυτό, δηλαδή χρωστούν στην ΕΚΤ και αν επρόκειτο να αποχωρήσουν από την ΟΝΕ αυτή ήταν η πρώτη οφειλή που θα καλούνταν να εξοφλήσουν, βυθιζόμενες αυτόματα σε μια καταστροφική κρίση ρευστότητας. Και αντίστροφα, από τις λίγες πλεονασματικές χώρες της Ευρωζώνης ως προς το ισοζύγιο αυτό η Γερμανία διαθέτει το θηριώδες πλεόνασμα των σχεδόν 800 δισ. ευρώ. Τόσα της χρωστάει η ΕΚΤ και τελικά οι άλλες, ελλειμματικές χώρες. Εν ολίγοις, η γερμανική οικονομία είναι ένας αποθησαυριστής τεράστιας ρευστότητας, που αντιστοιχεί στο 70% του χρέους της.
Ένα ισχυρό πολιτικό και εκλογικό δίλημμα
Η γερμανική πολιτική ελίτ, ωστόσο, κινδυνεύει να πέσει θύμα της ίδιας της επιτυχίας της, που αποτυπώνεται στα παραπάνω τρία πλεονάσματα. Όσο τα αντιμετωπίζει ως αποκλειστικά γερμανικό επίτευγμα, αντιδρώντας αλλεργικά σε κάθε συζήτηση να «ανταποδώσει» μέρος τους στους εταίρους της που είναι και οι τροφοδότες τους, μετατρέπει αυτό το επίτευγμα σε παράγοντα αποσταθεροποίησης της Ευρωζώνης. Μακροπρόθεσμα, θα χάσει τους πόρους ισχύος της και το πεδίο της ηγεμονίας της. Αυτό, πολιτικά, μεταφράζεται σε ένα ισχυρό δίλημμα, σχεδόν υπαρξιακό για τους δυο μονομάχους της διακυβέρνησης: ή θα καταστήσουν τη συζήτηση για τον ευρωπαϊκό και διεθνή ρόλο της Γερμανίας υπόθεση των Γερμανών ψηφοφόρων, καθιστώντας τους «συνεργούς» σε μια ελεγχόμενη μεταστροφή του οικονομικού μίγματος στην Ευρωζώνη. Ή θα διεξαγάγουν έναν προεκλογικό αγώνα υπερβολικά εσωστρεφή και «γερμανικό», αντιμετωπίζοντας τους υπόλοιπους εταίρους τους στην Ευρωζώνη ως ζηλόφθονους υπονομευτές του «γερμανικού θαύματος». Αυτή η επιλογή λογικά θα καταλήξει στον πρώτο μικρό εκλογικό θρίαμβο της ακροδεξιάς Εναλλακτικής για τη Γερμανία.