Με δεδομένο ότι ένα κούρεμα στην ονομαστική αξία του χρέους δεν επιτρέπεται από το ευρωπαϊκό πλαίσιο, υπάρχουν δύο εναλλακτικές για να ελαφρυνθεί το ελληνικό χρέος: Είτε μέσω της επιμήκυνσης στην ωρίμανση των δανείων είτε μέσω της επέκτασης της περιόδου χάριτος.
Η λύση την οποία προτείνει η JP Morgan είναι να δοθεί επιμήκυνση 10 χρόνων στην περίοδο ωρίμανσης των δανείων του EFSF και του ESM (δηλαδή να μην «πειραχθούν» τα διμερή δάνεια που έχουν δώσει οι υπόλοιπες χώρες της Ευρωζώνης το 2010) και μία περίοδος χάριτος 10 χρόνων έως ότου να ξεκινήσει η αποπληρωμή των δανείων του ESM (ο EFSF έχει ήδη από το 2012 δώσει περίοδο χάριτος 10 χρόνων).
Αυτό σημαίνει ότι η τελευταία αποπληρωμή των δανείων διάσωσης της Ευρώπης θα γίνει το 2069.
Βέβαια, οι αναλυτές του οίκου σημειώνουν ότι αυτό δεν θα είναι αρκετό για να αποκατασταθεί η βιωσιμότητα του χρέους στα επίπεδα που προβλέπονταν πριν από το τρίτο πρόγραμμα, καθώς κάτι τέτοιο, όπως πιστεύουν, είναι αδύνατο χωρίς κούρεμα.
«Κρίνουμε ότι αυτή η εκδοχή της ελάφρυνσης του χρέους θα μπορούσε να γίνει αποδεκτή από τους Ευρωπαίους εταίρους και να είναι ένας λογικός συμβιβασμός για συμφωνία ανάμεσα στο ΔΝΤ και τους Ευρωπαίους», σημειώνει η JP Morgan.
Σε κάθε περίπτωση, οι αναλυτές ξεκαθαρίζουν ότι αυτή η λύση θα είναι ευάλωτη στις συνεχείς αποκλίσεις από τους φιλόδοξους στόχους για τα πρωτογενή πλεονάσματα. Έτσι, η JP Morgan εκφράζει την άποψη ότι δεν αποκλείεται να χρειαστούν και περαιτέρω κινήσεις, ώστε να είναι καλύτερο το αποτέλεσμα σε ό,τι αφορά το χρέος, στην περίπτωση που δεν επιτευχθούν οι δημοσιονομικοί στόχοι. «Φυσικά, αυτό θα ενέχει ένα υψηλότερο κόστος για τους πιστωτές και σε κάποιο βαθμό, αποτελεί μια πολιτική απόφαση», σημειώνεται.
«Η ελάφρυνση του χρέους ίσως να είναι μια σταδιακή διαδικασία, που θα επεκταθεί σε ένα μεγάλο χρονικό διάστημα. Μια τέτοια σταδιακή προσέγγιση συνηθίζεται στην Ευρωζώνη. Κατά την άποψή μας, είναι πολύ πιθανό ότι η πρώτη φάση της ελάφρυνσης του χρέους δεν θα είναι η τελευταία λέξη. Θα έρθουν και άλλα, εάν χρειαστεί, ανάλογα με τις μακροοικονομικές και δημοσιονομικές συνθήκες και την πρόσβαση στις αγορές», καταλήγουν οι αναλυτές.