Τα δεδομένα που προέκυψαν το προηγούμενο διήμερο τόσο στην Αθήνα, στο πλαίσιο της επίσκεψης Μοσκοβισί και των συζητήσεων στο Ελληνοαμερικανικό Επιμελητήριο, όσο και στις Βρυξέλλες, κατά τις ακροάσεις Ντράγκι και Ντάισελμπλουμ στην Επιτροπή Οικονομικών Υποθέσεων του Ευρωκοινοβουλίου, επιβεβαίωσαν όσα γράφαμε την Κυριακή για το πώς διατάσσονται οι «συνιστώσες» του κουαρτέτου στην ελληνική εκκρεμότητα.
Ο επίτροπος Μοσκοβισί κινήθηκε στο πλαίσιο της «γραμμής» Γιούνκερ, που ευνοεί κλείσιμο της δεύτερης αξιολόγησης με αμοιβαίες υποχωρήσεις κουαρτέτου και κυβέρνησης, αλλά κυρίως της δεύτερης. Η Κομισιόν θέλει «προσυμφωνία» πριν το Eurogroup της προσεχούς Δευτέρας (σε τρεις μέρες, απαίτησε ο Μοσκοβισί), ώστε εκεί να είναι εφικτή τουλάχιστον μια «πολιτική δήλωση προόδου», προάγγελος μιας οριστικής απόφασης είτε σε έκτακτο Eurogroup είτε στο προγραμματισμένο του Ιανουαρίου. Στο εργασιακό η Κομισιόν φαίνεται ότι ευνοεί μια «συναλλαγή»: να δώσει η κυβέρνηση στο κουαρτέτο τις ομαδικές απολύσεις (δηλαδή να παραιτηθεί από τη διοικητική προέγκρισή τους), ώστε να πάρει την επαναφορά των συλλογικών συμβάσεων (αν και με άγνωστο αριθμό αστερίσκων ως προς την πραγματική ισχύ τους). Αλλά, στο θέμα των πρωτογενών πλεονασμάτων στα οποία θα δεσμεύεται η κυβέρνηση μέσω του Μεσοπρόθεσμου 2017-2020, η Κομισιόν φάνηκε απρόθυμη να υποστηρίξει την κυβερνητική αντιπρόταση για μείωσή τους στο 2,5% του ΑΕΠ (ή στο 2%, όπως πρότεινε ο Στουρνάρας). Ο Μοσκοβισί τόνισε με έμφαση ότι «χρειαζόμαστε το ΔΝΤ στο πρόγραμμα, αλλά πρέπει να λάβουμε υπόψη και τις ανησυχίες της Γερμανίας», ως έμμεση απάντηση στο γιατί δεν υποστηρίζει μια «ρεαλιστική» μείωση των πλεονασμάτων. Και ως επιπλέον επιχείρημα για να πειστεί η ελληνική πλευρά να υποχωρήσει και σ’ αυτό ανέφερε ότι «μετά το 2018 δεν θα είμαστε εντός προγράμματος, οπότε πολλά μπορούν να αλλάξουν». Δηλαδή, απλώς μια υπόσχεση ότι το 2018 μπορούν να αναθεωρηθούν τα πλεονάσματα.
Κυβερνητική υπαναχώρηση
Προφανώς, αυτός είναι και ο λόγος που ο κυβερνητικός εκπρόσωπος Δ. Τζανακόπουλος, μια μόλις μέρα μετά τη δημόσια διατύπωση της πρότασης Τσακαλώτου για μείωση των πλεονασμάτων μετά το 2018 στο 2,5%, που ρίχνει γέφυρες προς το ΔΝΤ, είπε ότι η κυβέρνηση συζητά το ενδεχόμενο να προβλεφθούν στο Μεσοπρόθεσμο 2017-2020 πρωτογενή πλεονάσματα 3,5%, προσβλέποντας σε μείωσή τους όταν το πρόγραμμα αναθεωρηθεί, κι αφού θα έχουν συγκεκριμενοποιηθεί τα μεσοπρόθεσμα μέτρα για το χρέος. Βεβαίως, η πρώτη αναθεώρηση του Μεσοπρόθεσμου 2017-2020, το οποίο εκκρεμεί από τον περασμένο Απρίλιο, σύμφωνα με το σχέδιο συμφωνίας του κουαρτέτου, θα πρέπει να γίνει τον Μάιο του 2017, οπότε θα μετεξελιχθεί σε Μεσοπρόθεσμο 2018-2021. Κι είναι εξαιρετικά απίθανο να δεχθούν οι δανειστές μια τόσο σύντομη αναθεώρηση. Οπότε, το πιθανότερο είναι ότι η κυβέρνηση θα αρκεστεί σε μια υπόσχεση του Eurogroup για επανεξέταση του ύψους των πρωτογενών πλεονασμάτων με τη λήξη του Μνημονίου το καλοκαίρι του 2018, αν βέβαια δεν έχει προκύψει «ανάγκη» τέταρτου.
Η ξεχασμένη «λεπτομέρεια»
Σ’ αυτόν τον «συμβιβασμό εντός του συμβιβασμού» κατατείνει και ο πρόεδρος του Eurogroup Γ. Ντάισελμπλουμ, με βάση όσα είπε στην Επιτροπή Οικονομικών του Ευρωκοινοβουλίου. «Πιστεύω ότι το ΔΝΤ έχει και κάποιο δίκιο όταν λέει ότι το πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% για τεράστιο χρονικό διάστημα, είναι τεράστιος στόχος και υπερβολικό να το ζητάμε», είπε ο Ντάισελμπλουμ, αφήνοντας παράθυρο όχι τόσο για το ύψος του πλεονάσματος, όσο για τα χρόνια που αυτό απαιτείται. Ποιο διάστημα δεν είναι «τεράστιο», σε σχέση με τη δεκαετία που απαιτούσε η συμφωνία του Ιουλίου 2015; Η τριετία κάθε Μεσοπρόθεσμου Πλαισίου Δημοσιονομικής Στρατηγικής, στην περίπτωσή μας μέχρι το 2020. Γι’ αυτό ο Ντάισελμπλουμ, μιλώντας στο Ευρωκοινοβούλιο, υπενθύμισε την κρίσιμη «λεπτομέρεια», στην οποία αποφεύγει να αναφέρεται η κυβέρνηση: η δέσμευση σε αιματηρά πλεονάσματα δεν απορρέει μόνο από το ελληνικό Μνημόνιο, αλλά από το «πανευρωπαϊκό Μνημόνιο», δηλαδή το Σύμφωνο Σταθερότητας και το Δημοσιονομικό Σύμφωνο. «Δεν μπορούμε να αποφασίσουμε ότι η Ελλάδα απομακρύνεται ή εγκαταλείπει το Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξη - δεν έχουμε αυτή τη δυνατότητα», είπε ο Ντάισελμπλουμ, θυμίζοντας τα συγκοινωνούντα δοχεία χρέους- πλεονασμάτων. Διότι το θηριώδες 3,5% του ΑΕΠ προκύπτει πολύ απλά από την υποχρέωση της χώρας να παίρνει μέτρα μείωσης του χρέους της κάθε χρόνο ίσα με το 1/20 του ποσοστού κατά το οποίο το χρέος υπερβαίνει το όριο 60% του ΑΕΠ, όπως ισχύει για την Ευρωζώνη. Με το ελληνικό χρέος στο 180% του ΑΕΠ, ακόμη και χωρίς Μνημόνιο, ο ζουρλομανδύας του Συμφώνου θα επέβαλε πρωτογενές πλεόνασμα τουλάχιστον 3,5%.
Η ΕΚΤ πατάει σε δυο βάρκες
Αποστάσεις ασφαλείας από το θέμα των πλεονασμάτων (και εμμέσως από τη γερμανική ηγεσία) τηρεί η ηγεσία της ΕΚΤ. Κι αυτό παρά τη «θερμή» τοποθέτηση του Μάριο Ντράγκι στο Ευρωκοινοβούλιο υπέρ μιας «μόνιμης λύσης που θα εξασφαλίζει τη βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους τόσο βραχυπρόθεσμα, όσο και μακροπρόθεσμα», αλλά και του Μπενουά Κερέ από το Εκτελεστικό Συμβούλιο της ΕΚΤ, που μιλώντας στην Αθήνα ζήτησε λύση στο θέμα του χρέους που: α) θα καθησυχάζει τις αγορές και θα αποκαθιστά τη βιωσιμότητα του χρέους, β) θα επιτρέψει την πλήρη συμμετοχή του ΔΝΤ στο πρόγραμμα, γ) θα αποκαταστήσει την πρόσβαση της Ελλάδας στις αγορές, χωρίς να υπονομεύσει το μεταρρυθμιστικό έργο και δ) θα επιτρέψει στην ΕΚΤ να αποφασίσει «με πλήρη ανεξαρτησία» ένταξη των ελληνικών ομολόγων στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης. Από την παράθεση αυτών των κοινοτοπιών η φράση που έχει μεγαλύτερη βαρύτητα είναι η πλήρης συμμετοχή του ΔΝΤ. Κι αυτό γιατί η ΕΚΤ πρέπει να ισορροπήσει πατώντας σε δυο βάρκες. Από τη μια πλευρά, σύμφωνα με μελέτη που παρουσίασε τον περασμένο Μάιο, για το χρέος της Ευρωζώνης θεωρεί απαραβίαστο τον κανόνα της μείωσης κατά το 1/20 τον χρόνο, που συνεπάγεται αντίστοιχα πλεονάσματα, από την άλλη πλευρά συμφωνεί με το ΔΝΤ ότι αυτά πλεονάσματα πρέπει να εξασφαλίζονται με μείωση δαπανών και όχι αύξηση φορολογίας.
Απ’ όλη αυτή τη εντατική ζύμωση απουσίασε εκκωφαντικά το ΔΝΤ. Κι αυτό παρότι πρωταρχικός της στόχος είναι η εξασφάλιση της συναίνεσής του στον δρομολογούμενο συμβιβασμό των «υπό μελλοντική αναθεώρηση» υψηλών πλεονασμάτων. Η όλη υπόθεση καταλήγει στην παραδοξότητα το ΔΝΤ να καλείται στο Μνημόνιο με δέλεαρ τα πλεονάσματα 3,5%, παρότι ήταν το πρώτο που απαίτησε τη δραστική μείωσή τους.