Η κατηγορηματικότητα με την οποία ο Μάριο Ντράγκι προχθές (26/6) απέκλεισε την ένταξη των ελληνικών ομολόγων στο πρόγραμμα αγορών χωρίς «επαρκείς λεπτομέρειες» των μέτρων ελάφρυνσης του χρέους προκαλεί εντύπωση και απορίες. Κι αυτό γιατί ο επικεφαλής της ΕΚΤ, απαντώντας στη σχετική ερώτηση του Ευρωβουλευτή της Λαϊκής Ενότητας Νίκου Χουντή, προέβη στην πιο ακραία, απόλυτη και αυθαίρετη ερμηνεία των κανονισμών που η ίδια η ΕΚΤ θέσπισε πριν από 2 και πλέον χρόνια.
Μπορεί η πολυπόθητη- και πιθανά αδύνατη – ένταξη της Ελλάδας στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης να είναι συμβολικής αξίας, αφού τα ενδεχομένως επιλέξιμα ομόλογα δεν υπερβαίνουν τα 3,5 δισ. ευρώ, ωστόσο το γεγονός ότι είναι η μόνη χώρα που παραμένει αποκλεισμένη είναι παράδοξο. Κι αυτό τη στιγμή που η ΕΚΤ κινδυνεύει να ξεμείνει από υποψήφια προς αγορά κρατικά ομόλογα, ιδιαίτερα γερμανικά, λόγω του ορίου 33% στο σύνολο του κρατικού χρέους κάθε χώρας της Ευρωζώνης που έχει εξ αρχής οριστεί.
Τα κριτήρια του Μαρτίου 2015
Στην απόφαση της 4/3/2015 (ΕΚΤ2015/774)του Διοικητικού Συμβουλίου της ΕΚΤ με την οποία εγκαινιάστηκε το πρόγραμμα αγοράς κρατικού χρέους οι όροι πολιτικού «αποκλεισμού» της Ελλάδας- που τότε ήταν στη διαπραγμάτευση της πρώτης κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ- περιγράφονταν ως εξής: α) σε περίπτωση χαμηλής πιστοληπτικής αξιολόγησης μιας χώρας τα κρατικά ομόλογα είναι επιλέξιμα μόνο «εάν τα εκδίδουν ή τα εγγυώνται πλήρως κεντρικές κυβερνήσεις κρατών μελών της ζώνης του ευρώ επί των οποίων εφαρμόζεται πρόγραμμα χρηματοοικονομικής συνδρομής» β) «σε περίπτωση που εκκρεμεί αξιολόγηση προγράμματος χρηματοοικονομικής συνδρομής, η καταλληλότητα των εν λόγω χρεογράφων για αγορές βάσει του προγράμματος PSPP αναστέλλεται και αποκαθίσταται μόνο σε περίπτωση θετικής έκβασης της αξιολόγησης» και γ) «η περίοδος αγορών βάσει του προγράμματος PSPP κατόπιν θετικής έκβασης της σχετικής αξιολόγησης θα πρέπει, κατά κανόνα, να περιορίζεται σε δύο μήνες, εκτός εάν συντρέχουν εξαιρετικές περιστάσεις που δικαιολογούν την αναστολή των αγορών ενωρίτερα ή τη συνέχισή τους μετά τη λήξη της εν λόγω περιόδου και μέχρι την έναρξη της επόμενης αξιολόγησης».
Πουθενά στη σχετική απόφαση της ΕΚΤ δεν αναφέρεται ρητά η βιωσιμότητα του χρέους ως προϋπόθεση για να είναι επιλέξιμα τα ομόλογα μιας χώρας σε πρόγραμμα. Η εκδοχή ότι, πέραν της θετικής έκβασης της αξιολόγησης, χρειάζεται και βιώσιμο χρέος, βάσει της «ανεξάρτητης» ανάλυσης της ΕΚΤ (DSA) εμφανίστηκε πολύ μετά την αρχική απόφαση της ΕΚΤ, από τα μέσα του 2016, λίγο μετά το κλείσιμο της πρώτης αξιολόγησης και της απόφασης του Eurogroup του Μαΐου, όπου έγινε για πρώτη φορά αναφορά σε βραχυπρόθεσμα και μεσοπρόθεσμα μέτρα ελάφρυνσης του χρέους. Με βάση την επινόηση της βιωσιμότητας του χρέους ως «εξτρά» προϋπόθεσης ο Μ. Ντράγκι είχε απαντήσει, με πανομοιότυπη επιχειρηματολογία, σε ανάλογη ερώτηση του Δ. Παπαδημούλη τον Αύγουστο του 2016.
Ο συγχρονισμός με το ΔΝΤ…
Η βασική εξήγηση της στάσης της ΕΚΤ συναρτάται με την αντίστοιχη στάση του ΔΝΤ τόσο μετά την απόφαση του Eurogroup τον Μάιο του 2016, όσο και μετά την τελευταία απόφαση της 15/6/2017. Η Φρανκφούρτη, παρότι επικαλείται την «ανεξαρτησία» της στις αναλύσεις και εκτιμήσεις της, δεν μπορεί να εμφανίζεται σε ρήξη με το ΔΝΤ στα μάτια των αγορών, που είναι και των δυο βασικός συνομιλητής. Με δεδομένο ότι το ΔΝΤ περιμένει κι αυτό «περισσότερες λεπτομέρειες» για τα μεσοπρόθεσμα μέτρα επί του χρέους- αντίστοιχες τουλάχιστον των βραχυπρόθεσμων που ήδη εφαρμόζονται και, κατά τον ESM, οδηγούν σε μια μετρήσιμη μείωση χρέους κατά 20%-, στις 27 Ιουλίου, οπότε έχει δεσμευτεί να λάβει απόφαση για «stand by χρηματοδότηση», έχει δυο επιλογές: είτε να επαναλάβει τις αρνητικές εκτιμήσεις του για τη βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους, είτε να αναβάλει την απόφασή του για όποτε οι Ευρωπαίοι δανειστές είναι έτοιμοι να δώσουν τις «επαρκείς λεπτομέρειες». Προφανώς όχι νωρίτερα από τις γερμανικές εκλογές. Και η ΕΚΤ, εκούσα άκουσα, θα συγχρονίσει τη στάση της με το ΔΝΤ. Αν, μάλιστα, το ΔΝΤ μεταθέσει την απόφασή του , η ΕΚΤ θα έχει και επιχείρημα συμμόρφωσης στους κανόνες της ποσοτικής χαλάρωσης, όπως αναφέρονται στην απόφαση ΕΚΤ2015/774, στην οποία ορίζεται ότι «θετική έκβαση της αξιολόγησης» για χώρα σε πρόγραμμα προϋποθέτει όχι μόνο σχετική απόφαση του ESM, αλλά και «απόφαση της εκτελεστικής επιτροπής του ΔΝΤ με την οποία εγκρίνεται η εκάστοτε επόμενη εκταμίευση βάσει του εν λόγω προγράμματος», στην περίπτωση που υπάρχει πρόγραμμα χρηματοδότησης και απ’ αυτό. Θεωρείται, άραγε, η «κατ’ αρχήν έγκριση» και η stand by χρηματοδότηση που έχει προαναγγείλει η Λαγκάρντ δανειακό πρόγραμμα; Αν ναι, η ηγεσία της ΕΚΤ μπορεί να ισχυρίζεται για 14 μήνες ακόμη ότι και η δεύτερη και οι άλλες αξιολογήσεις που ακολουθούν είναι εκκρεμείς μέχρι και τον Αύγουστο του 2018, όταν κατά πάσα βεβαιότητα το QE θα είναι παρελθόν. Εκτός αν στο μεταξύ επινοηθεί άλλο ταχυδακτυλουργικό τρικ για τη διατήρηση του ελληνικού αποκλεισμού.
…Και οι γερμανικές «δουλείες»
Βεβαίως, υπάρχει κι ένα δεύτερος παράγοντας που εξηγεί τη στάση της ΕΚΤ: η αποτροπή των γερμανικών πιέσεων για περάτωση της ποσοτικής χαλάρωσης. Με δεδομένο ότι, κατά ομολογία Ντράγκι, ο στόχος αποκατάστασης του πληθωρισμού στο επιθυμητό 2% επιτυγχάνεται και τα αποθέματα σε επιλέξιμα γερμανικά ομόλογα εξαντλούνται, οι γερμανικές πιέσεις προς την ΕΚΤ θα ενταθούν. Η επίδειξη «αυστηρότητας» της ΕΚΤ προς τα ελληνικά ομόλογα είναι μια από τις αναγκαστικές «δουλείες» του Μ. Ντράγκι για να κρατήσει εν ζωή το QE όσο περισσότερο γίνεται.