Είναι προφανές ότι στους 12 μήνες που απομένουν μέχρι την ολοκλήρωση του τρίτου Μνημονίου δεν χωρούν οι – τυπικά- 4 αξιολογήσεις που αντιστοιχούν στο πρόγραμμα και οι δυο επιπλέον που έχουν αυτοτελώς οριστεί για Φεβρουάριο και Αύγουστο του 2018 στο πλαίσιο του ξεχωριστού Μνημονίου με το ΔΝΤ. Επομένως, στην τρίτη αξιολόγηση που αναμένεται το Φθινόπωρο αναγκαστικά θα συγχωνευτεί η ατζέντα των περισσότερων από τις επόμενες. Πρακτικά, αυτό σημαίνει ότι οι εκπρόσωποι του κουαρτέτου πρέπει να αποφασίσουν ποια από τα 113 προαπαιτούμενα του τρίτου Μνημονίου, αλλά και από τα «νέα» και «παλαιά» προααιτούμενα που θα προβάλει το απρόβλεπτο ΔΝΤ θα ενταχθούν στην τρίτη αξιολόγηση.
Έτσι, ενώ η κυβέρνηση αξιοποιεί την ραστώνη του Αυγούστου για να προετοιμάσει τη θετική, αναπτυξιακή ατζέντα του Σεπτεμβρίου, ενόψει της ΔΕΘ αλλά και των επισκέψεων Μακρόν και Τζεντιλόνι στην Αθήνα, ταυτόχρονα πρέπει να ετοιμαστεί για την άχαρη ζύμωση με τους εκπροσώπους των δανειστών για τη διαμόρφωση της ατζέντας της τρίτης αξιολόγησης. Αυτό πιθανότατα θα γίνει τον Σεπτέμβριο, κατά την προπαρασκευαστική επίσκεψη τεχνικών κλιμακίων του κουαρτέτου στη χώρα, όπου θα οριστεί η «εξεταστέα ύλη». Σ’ αυτό θα συμβάλει και το EuroWorkingGroup που συγκαλείται στις αρχές Σεπτεμβρίου. Το κρίσιμο ερώτημα στις προπαρασκευαστικές αυτές συναντήσεις είναι η στάση που θα κρατήσει το ΔΝΤ, το οποίο πέραν του χρέους, έχει θέσει και ζήτημα επαναξιολόγησης των αντοχών των τραπεζών.
Οι ασάφειες της διαδικασίας
Για τα κυβερνητικά στελέχη που μετέχουν στις διαπραγματεύσεις, ωστόσο, είναι σημαντικά και τα καθαρά διαδικαστικά στοιχεία της αξιολόγησης.
Πρώτον, πόσες τελικά θα είναι αξιολογήσεις που θα γίνουν μέχρι τον Αύγουστο του 2018. Ένα σενάριο μιας μεγάλης, παρατεταμένης αξιολόγησης αντισταθμίζεται μεν με την εφάπαξ εκταμίευση μιας αντίστοιχα μεγάλης δανειακής δόσης, αλλά ταυτόχρονα δυσκολεύει τον σαφή σχεδιασμό των επόμενων δοκιμαστικών εκδόσεων ομολόγων που θα μπορούσαν να ακολουθούν επιτυχείς σπαστές και συνοπτικές αξιολογήσεις. Εκ των πραγμάτων, πάντως, υπάρχουν δυο χρονικά ορόσημα που πρέπει να ληφθούν υπόψη: το ένα είναι η προγραμματισμένη για τον Φεβρουάριο αξιολόγηση του ΔΝΤ, στο πλαίσιο της stand by συμφωνίας, και το δεύτερο ο Απρίλιος, οπότε επικυρώνεται από τη Eurostat το πρωτογενές πλεόνασμα της προηγούμενης χρονιάς.
Δεύτερο κρίσιμο διαδικαστικό στοιχείο, σε συνάρτηση με το πρώτο, το πότε θα ξεκινήσει τυπικά η τρίτη αξιολόγηση. Είναι προφανές ότι τίποτε δεν θα γίνει πριν από τις 24 Σεπτεμβρίου, ημέρα των γερμανικών εκλογών. Αλλά ακόμη και μετά αυτή την ημερομηνία θα πρέπει να υπολογίσει κανείς περίπου έναν ακόμη μήνα, μέχρι να σχηματιστεί η νέα γερμανική κυβέρνηση, φυσικά με καγκελάριο τη Μέρκελ και με πιθανότερο εταίρο της το κόμμα των Φιλελευθέρων. Το μίγμα που θα προκύψει θα αφορά όχι μόνο τις πολιτικές, αλλά και τα πρόσωπα που θα αναλάβουν θέσεις που επηρεάζουν τα ελληνικά πράγματα. Αν, για παράδειγμα, οι Φιλελεύθεροι διεκδικήσουν το υπουργείο Οικονομικών, είναι άγνωστο ποια τακτική θα τηρήσει ο πιθανός διάδοχος του Β. Σόιμπλε. Είναι όμως γνωστή η σκληρή θέση των Φιλελεύθερων για τη θέση της Ελλάδας στην Ευρωζώνη.
Επομένως, το τρίτο κρίσιμο διαδικαστικό στοιχείο αφορά τη σύνθεση των διαπραγματευτών του κουαρτέτου. Τυπικά, η μόνη υπό διαπραγμάτευση αλλαγή αφορά τη θέση του επικεφαλής του Eurogroup που είναι πιθανό να αλλάξει τους προσεχείς μήνες με αντικατάσταση του Γ. Ντάισελμπλουμ από τον Γάλλο ομόλογό του, όπως σφόδρα επιθυμεί ο Εμ. Μακρόν. Το παζάρι, όμως, για το πρόσωπο που θα διαδεχθεί τον Ντάισελμπλουμ δεν πρόκειται να ξεκινήσει πριν σχηματιστεί νέα γερμανική κυβέρνηση και φανεί αν ο Β. Σόιμπλε θα μείνει ή θα αντικατασταθεί από έναν Φιλελεύθερο υπουργό. Στη δεύτερη περίπτωση, η σκληρή γραμμή των Φιλελευθέρων δεν πρόκειται βέβαια να εκφραστεί σε μια επαναφορά των σεναρίων Grexit, αλλά μπορεί να διοχετευτεί σε μια άκαμπτη στάση στο θέμα του χρέους και των πιέσεων ΔΝΤ, αλλά και ΕΚΤ για συγκεκριμενοποίηση των μεσοπρόθεσμων μέτρων του χρέους τώρα.