Οι διασυνοριακές ροές κεφαλαίων το 2007 ήταν σχεδόν τριπλάσιες από ό,τι το 2016, παρά το γεγονός ότι οι επενδυτές κυνηγούν τις αποδόσεις και τροφοδοτούν τις αγορές σε έναν κόσμο χαμηλών επιτοκίων. Οι ροές αυτές ανήλθαν πέρυσι σε 4,3 τρισ. δολάρια έναντι 12,4 τρισ. δολαρίων το 2007, όταν έφθασαν στο υψηλότερο επίπεδό τους. Κανείς δεν θεωρεί, ωστόσο, ότι μία επιστροφή στα επίπεδα του 2007 θα ήταν υγιής, αναφέρει το δημοσίευμα.
Ο κυριότερος παράγοντας που συνέβαλε στην εξέλιξη αυτή ήταν η κατάρρευση του διασυνοριακού τραπεζικού δανεισμού, με τις ευρωπαϊκές τράπεζες να έχουν το μεγαλύτερο μερίδιο στην πτώση. Οι τράπεζες, που έβλεπαν κάποτε λαμπρό μέλλον στις χορηγήσεις δανείων στο εξωτερικό, μένουν σήμερα περισσότερο στη χώρα τους. Και τα περισσότερα κεφάλαια που διασχίζουν τα σύνορα έχουν τη μορφή μακροπρόθεσμων άμεσων επενδύσεων, κατά τα φαινόμενα για την κατασκευή εργοστασίων ή την αγορά μετοχών σε υποσχόμενες αγορές.
Σε έναν κόσμο, όπου ο πρόεδρος των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ και άλλοι οικονομικοί εθνικιστές απειλούν να εγείρουν νέα εμπόδια στο εμπόριο, οι συζητήσεις για την παγκοσμιοποίηση σήμερα κυριαρχούνται από την εκτίναξη του εμπορίου προϊόντων τον τελευταίο μισό αιώνα και την επίπτωσή της στις κοινωνίες. Οι περισσότεροι οικονομολόγοι αναφέρονται στο εμπόριο προϊόντων, όταν εκφράζουν φόβους ότι μπορεί τώρα να αντιστρέφεται η πορεία προς μία μεγαλύτερη οικονομική ενοποίηση. Λιγότερο γίνεται λόγος για τη ροή κεφαλαίων ή την κατάσταση της χρηματοπιστωτικής παγκοσμιοποίησης. Ωστόσο, οι υπερβολικές ροές κεφαλαίων αποτέλεσαν μία από τις κύριες αιτίες της χρηματοπιστωτικής κρίσης, αναφέρει το δημοσίευμα.
Το παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύστημα είναι πιο ανθεκτικό σήμερα από ό,τι ήταν πριν από μία δεκαετία, αναφέρει σε έκθεσή του το ινστιτούτο (think tank) McKinsey Global Institute. Ο επικεφαλής οικονομολόγος του ΔΝΤ Μορίς Όμπσφελντ δηλώνει: «Δεν θέλουμε να χρησιμοποιήσουμε την περίοδο των μέσων της δεκαετίας του 2000 ως μέτρο σύγκρισης για το τι είναι φυσιολογικό και υγιές».
Πηγή: ΑΠΕ- Financial Times