Η ανακούφιση ήταν μεγάλη, μιας και η εργασιακή μεταρρύθμιση, γνωστή ως «jobs act» του Mateo Renzi, ήταν η βασική επιτυχία της μεταρρυθμιστικής προσπάθειάς του για την τόνωση της ιταλικής οικονομίας. Σύμφωνα με τους πολιτικούς αναλυτές, το προτεινόμενο δημοψήφισμα ήταν εξαιρετικά ευαίσθητο πολιτικά και όλες οι δημοσκοπήσεις έδιναν προβάδισμα στην θέληση των Ιταλών πολιτών για κατάργηση της εν λόγω εργασιακής μεταρρύθμισης.
Πιο συγκεκριμμένα, το συνταγματικό δικαστήριο απέρριψε το αίτημα για διεξαγωγή δημοψηφίσματος με ερώτημα την επαναφορά ή όχι του άρθρου 18, το οποίο περιόριζε την δυνατότητα των εργοδοτών για απολύσεις. Πάραυτα, όμως, έκανε δεκτό το αίτημα για δύο άλλα δημοψηφίσματα, που αφορούν και πάλι την εργασιακή αρρένα, δεύτερης όμως σημασίας κατά την γνώμη μας. Το πρώτο αφορά την κατάργηση της δυνατότητας πληρωμής περιστασιακής απασχόλησης με επιταγή voucher. To δεύτερο αφορά τις εταιρείες που αναλαμβάνουν εργολαβίες και αναφέρεται στην ανάγκη διατήρησης των αρχικών υποχρεώσεών τους μέχρι την ολοκλήρωση του έργου, ακόμα και αν μέρος του έργου αυτού ανατίθεται σε τρίτες εταιρείες εν κατακλείδι.
Επιστρέφοντας στην τραπεζική ειδησιογραφία, την αχίλλειο πτέρνα της ιταλικής οικονομίας, να σημειώσουμε ότι η Unicredit πιθανότατα στις 9 Φεβρουαρίου θα ανακοινώσει τους όρους της αύξησης μετοχικού κεφαλαίου κατά 13 δισ. Μέχρι στιγμής το discount που φημολογείται είναι μέσα σε ένα εύρος από 30%-48%.
Να επισημάνουμε ότι πρόκειται για την μεγαλύτερη έκδοση μετοχών που έχει γίνει ποτέ στην Ιταλία. Η επενδυτική κοινότητα φυσικά έχει «χαιρετίσει» την κίνηση της Unicredit, καθότι πρόκειται για μια μεγαλεπίβολη προσπάθεια να νοικοκυρέψει τον ισολογισμό της αλλά και να αποστασιοποιηθεί από την ευρύτερη τραπεζική κρίση της Ιταλίας.
Η οποία δυστυχώς συνεχίζεται παρά την τρίτη κρατική αρωγή προς την Μonte Paschi μέσα σε 10 χρόνια. Να θυμίσουμε ότι η πρώτη δόθηκε το 2009 από την κυβέρνηση Berlusconi, και η δεύτερη το 2012 με πρωθυπουργό τον τεχνοκράτη Mario Monti.
Η κυβέρνηση Τζεντιλόνι αποφάσισε να προσφέρει εκ νέου ουσιαστικό οικονομικό στήριγμα, μιας και η επιχείρηση διάσωσης μέσω ελεύθερης αγοράς απέτυχε.
Βέβαια, η διάσωση της Monte Paschi θα έχει αρκετά επεισόδια τους επόμενους μήνες, αρχίζοντας καταρχήν από τον καθορισμό του ακριβούς ποσού που απαιτείται για την στήριξή της. Το πρώτο επεισόδιο σίγουρα θα περιλαμβάνει τις προσπάθειες του Ιταλού υπουργού Οικονομικών να μειωθεί η αρχική εκτίμηση της ΕΚΤ για ένεση 8,8 δισ. ευρώ.
Το δεύτερο και με μεγαλύτερο σασπένς θα είναι η κάμψη των αντιρρήσεων του Βερολίνου όσον αφορά την απόφαση της Ρώμης να περιορισθούν στο ελάχιστο οι απώλειες για τους μετόχους και τους ομολογιούχους.
Το σίριαλ, όμως, της Monte Paschi δεν είναι η μόνη παραγωγή της ιταλικής τραπεζικής σκηνής. Την σκυτάλη των προβλημάτων δυστυχώς φαίνεται ότι παίρνουν οι τράπεζες Popolare di Vicenza και Veneto Banca. Οι δύο τράπεζες, οι οποίες διασώθηκαν πέρυσι από το ιταλικό δημόσιο, καλούνται να αποζημιώσουν τους δυσαρεστημένους μετόχους τους με το ποσό των 600 εκατ. ευρώ.
Σύμφωνα με πηγές του Reuters, αυτή η εξέλιξη ενισχύει τις κεφαλαιακές πιέσεις για τις δυο τράπεζες. Οι δηλώσεις του Fabrizio Viola, διευθύνοντα συμβούλου της Popolare di Vicenza, περί πιθανής ανάγκης να συμμετέχουν οι δυο τράπεζες στο ταμείο ύψους 20 δισ., το οποίο να υπενθυμίσουμε συστάθηκε πρόσφατα από τις ιταλικές αρχές για την στήριξη των προβληματικών τραπεζών, κάθε άλλο παρά πυροσβεστικά έδρασαν.
Ας ελπίσουμε τουλάχιστον να δράσει καθησυχαστικά στις 13 Ιανουαρίου ο διεθνής οίκος πιστοληπτικής διαβάθμισης DBRS, διατηρώντας τουλάχιστον αμετάβλητη την αξιολόγηση του για την Ιταλία.
* Η Μαίρη Βενέτη είναι Πιστοποιημένη Διαχειριστής από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς
Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε. (Αποποίηση Ευθύνης: Το υλικό αυτό παρέχεται για πληροφοριακούς και μόνο σκοπούς. Σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να εκληφθεί ως προσφορά, συμβουλή, ή προτροπή για αγορά ή πώληση των αναφερομένων προιόντων.Παρόλο που οι πληροφορίες που περιέχονται, βασίζονται σε πηγές που θεωρούνται αξιόπιστες, καμία διασφάλιση δεν δίνεται ότι είναι ακριβείς ή πλήρεις και δεν θα πρέπει να εκλαμβάνονται ως τέτοιες).