Συνήθιζε εκεί προς το τέλος του μήνα όπου πήγαινε για καλοκαίρι στο νησί να κάνει την πρώτη βουτιά ως «ιεροτελεστία». Απ όταν τα κανάλια άρχισαν να εκπέμπουν μεγάλα ειδησεογραφικά προγράμματα, το μακροβούτι του Κ. Μητσοτάκη ήταν σημειωμένο στην ατζέντα. Και βέβαια, χωρίς κάμερες και συναφή, πάντα ο επίτιμος περνούσε μία βόλτα από τον Αργουλιδέ, εκεί όπου στα βραχάκια είναι σκαλισμένο το εκκλησάκι του Τίμιου Σταυρού.
Ο Κ. Μητσοτάκης ανέλαβε υπό την προστασία του την περιοχή και την φρόντισε λόγω της μνήμης της μητέρας του Σταυρούλας Πλουμιδάκη που αγαπούσε πολύ. Ο ίδιος ένοιωθε χρέος του να τιμά την μνήμη της και για έναν ακόμη λόγο: Κανένα από τα παιδιά του δεν πήρε το όνομά της κι έτσι έχει την δική του γωνιά να την τιμά και να θυμάται. Ο Κ. Μητσοτάκης έφευγε από την Κρήτη για την Αθήνα μετά τις 14 Σεπτεμβρίου, την ημέρα του Σταυρού όπου διοργάνωνε μία μικρή γιορτή με τραπεζάκια και κρητικά κεράσματα.
Σε συνέντευξή του στο ΒΗΜΑ το 2010 είχε αποκαλύψει ότι εκεί θα ήθελε να είναι η τελευταία του κατοικία και από τότε με την βοήθεια φίλων του ετοίμαζε τον χώρο. Ο Αργουλιδές βρίσκεται κοντά στους τάφους των Βενιζέλων κι έχει μία υπέροχη θέα στο κρητικό πέλαγος.
Οσο για το Μαράθι, τις βουτιές ακολουθούσε το τσιμπούσι στην ταβέρνα του «Πατρελλαντώνη» με θαλασσινά, τσικουδιές και συζήτηση με τους ντόπιους. Στο Μαράθι μπανιαρίζεται όλη η οικογένεια και πήγαιναν εκεί μέχρι που βαστούσαν τα πόδια του.
Αρχηγός από ..κούνια ο Κ. Μητσοτάκης ανέλαβε οικογενειακά βάρη στα 25 του, όταν πέθανε ο πατέρας του το 1943. Σπούδασε με την βοήθεια των Βενιζέλων και το ΄53 παντρεύτηκε την Μαρίκα Γιαννούκου με την οποία έκανε τέσσερα παιδιά.
Με δεκατρία εγγόνια ο Κ. Μητσοτάκης είχε πάντα γιορτή. Στο σπίτι στη Γλυφάδα που αγαπούσε και φρόντιζε η Μαρίκα πάντα είχε κόσμο και μετά το ΄70 το ίδιο γινόταν και στο Ακρωτήρι στα Χανιά. Μικρές απολαύσεις και κάποιες συνήθειες δεν τις άλλαξε. Αγαπούσε πολύ τους ανθρώπους του και τους πρόσεχε. Ένα τσιγαράκι που και που, τα χρόνια μετά την πολιτική καριέρα το έκανε με τον πρωινό καφέ του στο σπίτι στην Ρηγίλλης. Εκεί πήγαινε με τα πόδια από το σπίτι, πενήντα μέτρα δρόμος. Όπως δεν άλλαξε την συνήθεια να περπατά στα βουνά της Κρήτης παρέα με την γνωστή κατσούνα.
Βασικό του χαρακτηριστικό ότι ήταν πάντα ψύχραιμος. Αλλά η πιο αγαπημένη του συνήθεια ήταν η μεσογειακή διατροφή. Του άρεσε να μιλάει γι αυτήν. Οι αγκινάρες από τα αγαπημένα του φαγητά. Τις χρησιμοποιούσε και για μεζέ στις τσικουδιές. Όχι βρασμένες, ωμές τις ήθελε με λίγο λεμόνι. Ντοματοσαλάτες, χοχλιούς, ντάκους με κρητικό λάδι και θαλασσινά ήταν τα φαγητά που του άρεσαν.
Μετά τον θάνατο της Μαρίκας έχασε την διάθεσή του αλλά γρήγορα συνήλθε με την βοήθεια παιδιών και εγγονιών που δεν τον άφησαν στιγμή μόνο.
Από την ταραγμένη αλλά και ζηλευτή ως προς την οικογενειακή χαρά, ζωή που έζησε, ο ίδιος θυμόταν περισσότερο ότι έζησε από τύχη όταν οι Γερμανοί τον είχαν καταδικάσει σε θάνατο και μάλιστα δύο φορές για την αντιστασιακή του δράση. Γλίτωσε λόγω ανταλλαγής αιχμαλώτων με τους βρετανούς οι οποίοι και τον έχουν τιμήσει.
Ένα βιβλίο μόνος του, αποτελεί μέρος της σύγχρονης ιστορίας της Ελλάδας η οποία θα γράψει σίγουρα πολλά.