Προβληματισμό για το μέλλον της Ελλάδας προκαλεί ο αριθμός των γεννήσεων που καταγράφηκαν το έτος 2023, αφού εκτιμάται ότι θα είναι ο μικρότερος που σημειώθηκε ποτέ τα τελευταία 91 χρόνια.
Αυτό τουλάχιστον προκύπτει από τα μέχρι στιγμής στοιχεία των ληξιαρχείων και της ΕΛΣΤΑΤ, καθώς αναμένεται ότι τη χρονιά που έφυγε, η στατιστική θα καταγράψει λιγότερες από 73.000 γεννήσεις παιδιών στη χώρα, αριθμός που αποτελεί τη χειρότερη επίδοση από το 1932, οπότε η Ελληνική Στατιστική Αρχή άρχισε να δημοσιεύει τον ετήσιο αριθμό γεννήσεων.
Μέχρι στιγμής για το 2023, σύμφωνα με τις καταγραφές από τα ληξιαρχεία της χώρας, έχουν γεννηθεί 72.244 παιδιά.
Ο τελικός αριθμός θα γνωστοποιηθεί από την ΕΛΣΤΑΤ τον Οκτώβριο, ωστόσο δεν αναμένεται θεαματική αλλαγή. Ο πληθυσμός της Ελλάδας θα συρρικνωθεί και το 2023 κατά περίπου 57.000 άτομα, δηλαδή θα εξαφανιστεί από το χάρτη μια μεσαία ελληνική πόλη.
Και αυτή η απώλεια καταγράφεται σε αυτή την έκταση για τρίτη διαδοχική χρονιά.
Υπενθυμίζεται ότι, σύμφωνα με την τελευταία απογραφή, ο πληθυσμός της χώρας για το 2021 είχε μετρηθεί σε 10.482.487 κατοίκους. Το ισοζύγιο ξεκίνησε να είναι αρνητικό με την έναρξη της μνημονιακής περιόδου και το έλλειμμα άρχισε να λαμβάνει ολοένα και μεγαλύτερες διαστάσεις.
Το 2010, πριν από τα μνημόνια, οι γεννήσεις έφταναν τις 114.766.
Τα στοιχεία δείχνουν, ότι για κάθε δύο ανθρώπους που πεθαίνουν γεννιέται ένας, γεγονός που μέσα σε λίγα χρόνια θα φέρει δραστικές αλλαγές σε οικονομικό και κοινωνικό επίπεδο στην ελληνική κοινωνία. Ωστόσο, ο χαμηλός αριθμός των γεννήσεων δεν οφείλεται στο γεγονός ότι οι γυναίκες κάνουν λιγότερα παιδιά, αλλά στο ότι έχει μειωθεί το μέγεθος του πληθυσμού που βρίσκεται σε αναπαραγωγική ηλικία, καθώς ο μέσος όρος ζωής αυξάνεται.
Ο δείκτης γονιμότητας έχει πέσει κάτω από το 1,5% από το 1987 και μετά. Αυτό σημαίνει ότι έχουμε ενάμισι παιδί ανά γυναίκα αναπαραγωγικής ηλικίας, κάτι ιδιαίτερα ανησυχητικό.
Αυτό μεταφράζεται σε συρρίκνωση του πληθυσμού, ο οποίος αναμένεται, σύμφωνα με τις πιο ζοφερές εκτιμήσεις, να μειωθεί έως και ενάμισι εκατομμύριο το 2050, ενώ με κάποια πιο αισιόδοξα στοιχεία, ίσως η μείωση του πληθυσμού θα είναι 1,15 εκατομμύριο.
O συναγερμός για το δημογραφικό ηχεί ασταμάτητα, καθώς όλοι οι δείκτες επιδεινώνονται.
Η Ελλάδα έπεσε στη 13η θέση της Ευρώπης με βάση τον πληθυσμό της, ενώ πριν από την είσοδο στη μνημονιακή περίοδο φιγουράριζε στη 10η θέση. Είναι μια εξέλιξη που θα «χτυπήσει» σε όλα τα βασικά οικονομικά μέτωπα:
Στο ασφαλιστικό, καθώς η δαπάνη για την καταβολή των συντάξεων θα μεγαλώνει ολοένα και περισσότερο λόγω της γήρανσης τη στιγμή που η συμμετοχή του κρατικού προϋπολογισμού θα «φουσκώνει» λόγω της μείωσης των εσόδων από τις ασφαλιστικές εισφορές.
Στην αγορά εργασίας, όπου η κάλυψη των καταγεγραμμένων αναγκών για τη λειτουργία των επιχειρήσεων θα γίνεται ολοένα και δυσκολότερη από ένα εργατικό δυναμικό η μέση ηλικία του οποίου θα γίνεται ολοένα και μεγαλύτερη.
Ακόμη και στα φορολογικά έσοδα του κρατικού προϋπολογισμού, καθώς η μείωση του αριθμού των εργαζομένων «χτυπά» και στον φόρο εισοδήματος και στην έμμεση φορολογία.
Με αυτές τις συνθήκες διαβίωσης, θα εκτροχιαστεί η περεταίρω η υπογεννητικότητα. Δύσκολα μια οικογένεια, νεότερων ή και προχωρημένων ηλικιών, θα αποφασίσει την απόκτηση παιδιού.
Πως θα μπορούσε η γεννητικότητα να ενισχυθεί, να μεταβληθούν οι δείκτες νέων ηλικιών, να αποκατασταθεί το ισοζύγιο ενεργού πληθυσμού; Απαιτούνται πρωτοβουλίες αλλαγής της υπάρχουσας ανισότητας ηλικιών και υπογεννητικότητας:
-Επιδότηση πρωτοβουλιών ενίσχυσης της απασχόλησης για την προσέλκυση ανενεργών στην αγορά εργασίας του τομέα – κυρίως – εντάσεως εργασίας(γυναίκες-νέοι γονείς, μετανάστες, με παράλληλη χορήγηση διευκολύνσεων για την εξισορρόπηση επαγγελματικής και οικογενειακής ζωής).
-Ορατή μείωση των βαρών οικογενειών με περισσότερα του ενός παιδιά.
-Φορολογικό σύστημα που θα επιτρέπει μεγαλύτερες ευχέρειες εκπτώσεων για παιδιά προσχολικής ή και πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης.
-Υπό τις παρούσες συνθήκες πρέπει απαραιτήτως να προστατευθεί η πρώτη κατοικία, άλλως δεν θα έχουμε ούτε γάμους, μετά την υπογεννητικότητα.
-Επιβάλλεται η στήριξη των νέων, ηλικιακά, οικογενειών με παιδί/α, αλλά και των χαμηλόμισθων ώστε να δημιουργηθούν συνθήκες πρόθεσης τεκνοποίησης και να προκύψει μεγάλωμα της οικογένειας.
Οι προτάσσεις αυτές όμως, όσο και αν κινούνται σε σωστή κατεύθυνση δεν παύουν παρά να είναι αποσπασματικές.
Η αρχή δεν μπορεί παρά να γίνει από την ανασυγκρότηση του κοινωνικού κράτους, όχι μόνο ως ασπίδα στην χειμαζόμενη ελληνική κοινωνία, αλλά και γιατί ισχυρό κοινωνικό κράτος σημαίνει ανάπτυξη, ευημερία, αλληλεγγύη και κοινωνική δικαιοσύνη.
Η στήριξη της δημόσιας εκπαίδευσης, η ανοικοδόμηση του ΕΣΥ, η οργάνωση ενός συμπεριληπτικού συστήματος κοινωνικής προστασίας είναι απαραίτητες προϋποθέσεις για να δοθούν κίνητρα παραμονής στη χώρα.
Εκτός από το brain drain η χώρα υφίσταται και το λεγόμενο «children drain» αφού οι χιλιάδες συμπολίτες μας που αναζητούν μια καλύτερη τύχη στο εξωτερικό δημιουργούν στις άλλες χώρες οικογένειες, με αποτέλεσμα να επιβαρύνεται το δημογραφικό πρόβλημα της πατρίδας περαιτέρω.
Οι προοδευτικές δυνάμεις του τόπου αν δεν απαντήσουν στις προκλήσεις της νέας εποχής, σύντομα θα βρεθούν στο πολιτικό περιθώριο και μαζί τους οι κοινωνικές κατακτήσεις του προηγούμενου αιώνα.
Η Αριστερά και ο προοδευτικός κόσμος οφείλουν να καταθέσουν προτάσεις που να απαντούν στο ζήτημα, μακριά από τις ιδεοληψίες του προηγούμενου αιώνα. Οι απαντήσεις δεν είναι εύκολές. Ένα ολιστικό εθνικό σχέδιο αντιμετώπισης του ζητήματος σε προοδευτική κατεύθυνση κρίνεται απαραίτητο από ποτέ. Αν δεν συμβεί αυτό τότε η πορεία του Έθνους είναι προδιαγεγραμμένη.
(Ο Διονύσης Τεμπονέρας είναι Δικηγόρος – Εργατολόγος)