Στην πρόσφατη Σύνοδο Κορυφής της ΕΕ της 21ης και 22ης Μαρτίου, κεντρική θέση είχε η επιτάχυνση της δημιουργίας μιας ευρωπαϊκής αμυντικής βιομηχανίας που θα ξεπερνά τον χρόνιο κατακερματισμό, τις αλληλοεπικαλύψεις και το πρόβλημα της έλλειψης συμβατότητας μεταξύ των οπλικών συστημάτων των κρατών μελών . Η ανακοίνωση έγινε σε υψηλούς τόνους και πολλοί μίλησαν για ανάγκη μετατροπής της ευρωπαϊκής οικονομίας σε οικονομία πολέμου για να αντιμετωπιστεί μια Ρωσία που δείχνει κάθε μέρα να βελτιώνει τη θέση της στο πεδίο των μαχών και να γίνεται όλο και πιο επιθετική.
Στα Συμπεράσματα της Συνόδου διατυπώθηκε μια νέα αποφασιστικότητα για την αύξηση της αμυντικής ετοιμότητας αλλά και των στρατιωτικών δυνατοτήτων στα νέα πλαίσια αυξημένων κινδύνων και απειλών που αντιμετωπίζει η ΕΕ. Δυο ήταν οι κεντρικοί στόχοι: η μείωση των εξαρτήσεων και η ανάπτυξη των στρατιωτικών δσυνατοτήτων. Τα μέσα που προσδιορίσθηκαν ήταν :
-η αύξηση των αμυντικών δαπανών,
-η βελτίωση της πρόσβασης της Ευρωπαϊκής αμυντικής βιομηχανίας σε ιδιωτική και δημόσια χρηματοδότηση
- η αντιμετώπιση κρίσιμων κενών στις ευρωπαϊκές στρατιωτικές δυνατότητες,
-η ενίσχυση των συνεργατικών και κοινών αμυντικών πρωτοβουλιών και κυρίως των επενδύσεων που ξεκινούν από την έρευνα και ανάπτυξη έως την παραγωγή και τις κοινές προμήθειες
- η ενίσχυση της ανθεκτικότητας της ευρωπαϊκής αμυντικής βιομηχανίας
-η παροχή κινήτρων για περαιτέρω ολοκλήρωση της Ευρωπαϊκής αμυντικής αγοράς, με δυνατότητα πρόσβασης στις αλυσίδες αμυντικών προμηθειών.
- η βελτιστοποίηση των συστημάτων για έγκαιρη προειδοποίηση για προβλήματα στις αλυσίδες παραγωγής αμυντικών προϊόντων και
- η υποστήριξη όλων των πρωτοβουλιών που στοχεύουν στην επένδυση σε μια ειδικευμένη εργατική δύναμη ώστε να αντιμετωπιστούν οι υπάρχουσες ελλείψεις στην αμυντική βιομηχανία.
Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο καλεί παράλληλα για την γρήγορη εκπόνηση μιας Ευρωπαϊκής Στρατηγικής για την Αμυντική Βιομηχανία.
Το βασικό συμπέρασμα είναι ότι σε αυτή την ιδιαίτερα κρίσιμη στιγμή για την ΕΕ, ειδικά στο τομέα της ασφάλειας, την ώρα που ο πόλεμος έχει επιστρέψει στην Ευρώπη, η Ένωση αντιμετωπίζει το πρόβλημα των πολλαπλών εξαρτήσεων της (μεταξύ των οποίων και από το ΝΑΤΟ) με όρους αυστηρά βιομηχανικής αμυντικής πολιτικής. Δηλαδή το κάλεσμα για την στρατηγική αυτονομία της ΕΕ, μεταφράζεται πλέον αποκλειστικά σε όρους δυνατοτήτων και βιομηχανικού αμυντικού σχεδιασμού. Η αυτονομία στη λήψη αποφάσεων, η δυνατότητα δράσης χωρίς εξάρτηση από άλλους, καταλήγει πλέον να αφορά τη δυνατότητα αυτόνομης ανάπτυξης δυνατοτήτων και συγκρότησης μιας αυτόνομης αμυντικής βιομηχανικής παραγωγής, στη βάση συνεργασίας, κοινών προγραμμάτων, κοινών προμηθειών και εξορθολογισμού των πολλαπλών και αλληλεπικαλυπτόμενων οπλικών συστημάτων των κρατών μελών της ΕΕ.
Ουδείς αμφισβητεί ότι η Ένωση, σε μια περίοδο που ο πόλεμος κυκλώνει την Ευρώπη, όπου οι απειλές αυξάνονται οφείλει να αποκτήσει αυτονομία και στο επίπεδο των δυνατοτήτων: να σχεδιάζει, να παράγει και να εμπορεύεται ευρωπαϊκά και στην άμυνα.
Αυτό προφανώς ικανοποιεί το ΝΑΤΟ δεδομένου ότι οι δαπάνες για την άμυνα έχουν ήδη αυξηθεί κατά πολύ και όλο και περισσότερα κράτη της Συμμαχίας φτάνουν τον στόχο του 2% του ΑΕΠ της κάθε χώρας για την άμυνα. Παράλληλα, την ώρα που, με την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία το ΝΑΤΟ εμφανίζεται ως το μόνο που μπορεί να παρέχει συλλογική άμυνα στην Ευρώπη (φυσικά για τα κράτη που είναι μέλη του) το ζήτημα ουσιαστική αυτονομίας της ΕΕ από τις ΗΠΑ δεν τίθεται καν. Αυτό όμως δεν παύει να είναι προβληματικό.
Βέβαια όλα μένουν να κριθούν με τις αμερικανικές εκλογές. Αν εκλεγεί ο Ντόναλντ Τραμπ, η παραμονή των ΗΠΑ στο ΝΑΤΟ θα τεθεί εν αμφιβόλω. Το ρεύμα του νέο-απομονωτισμού που ξεπερνά το πρόσωπο του υποψήφιου Προέδρου αλλά εκφράζει μια όλο και μεγαλύτερη ομάδα συντηρητικών ψηφοφόρων θα δοκιμάσει τον διατλαντικό δεσμό αλλά και τις αντοχές και την ανθεκτικότητα της ΕΕ.
Η Ένωση οφείλει σε κάθε περίπτωση να μπορέσει να σταθεί και μόνη της μπροστά στις πολλαπλασιαζόμενες απειλές. Οι ευρωεκλογές του Ιουνίου θα δώσουν πάντως το στίγμα ποια θα είναι η Ευρώπη που θα κληθεί να λάβει τις μεγάλες αποφάσεις για το μέλλον της. Αν επιβεβαιωθούν οι δημοσκοπήσεις που μιλούν για μεγάλη στροφή στην ακροδεξιά, οι σχέσεις με τις ΗΠΑ ίσως να μην είναι το μεγαλύτερο πρόβλημα που η ΕΕ θα έχει να αντιμετωπίσει.
(Η Μαριλένα Κοππά είναι Καθηγήτρια Συγκριτικής Πολιτικής, Πάντειο Πανεπιστήμιο)