Η χριστουγεννιάτικη εξαγγελία της κυβέρνησης για απονομή 617 εκατ. ευρώ σε 1,6 εκατ. χαμηλοσυνταξιούχους και για αναστολή της εφαρμογής του αυξημένου ΦΠΑ στα νησιά που σηκώνουν το βάρος του προσφυγικού τροφοδότησε συνειρμούς, σχόλια και αναλύσεις για εκλογική προπαρασκευή ή για σκηνικό ρήξης με τους δανειστές, ενώ εκκρεμεί η αξιολόγηση.
Η πολιτική και επικοινωνιακή χρήση των μέτρων είναι προφανής, η αντισταθμιστική τους λειτουργία έναντι των – απροσδιόριστων προς το παρόν- μέτρων που θα «γεννήσει» η δεύτερη αξιολόγηση είναι εξόφθαλμη, αλλά η κυβέρνηση μάλλον έχει δίκιο όταν διαβεβαιώνει ότι η προσφυγή σε εκλογές της είναι αδιανόητη. Και επίσης έχει δίκιο διαρρέοντας- αν και χωρίς να το διατυμπανίζει- ότι τα μέτρα δεν χρειάζονται την έγκριση των δανειστών. Για την ακρίβεια, την έχουν ήδη, αποτυπωμένη στα κείμενα του συμπληρωματικού μνημονίου (SMoU) του περασμένου Ιουνίου, αλλά και στο σχέδιο συμφωνίας που συνέταξαν οι δανειστές για το κλείσιμο της αξιολόγησης πριν μερικές εβδομάδες. Φαίνεται ότι το να αιωρείται μια ιδέα περί «μονομερούς ενέργειας» ή διαθέσεων ρήξης συμπληρώνει ιδανικά το επικοινωνιακό αμπαλάζ.
Η αρχική πρόβλεψη του Μνημονίου
Ήδη το Τρίτο Μνημόνιο (ν. 4336/2015) προέβλεπε δυο συγκεκριμένα πράγματα για το πώς πρέπει να διατεθεί το ποσό του πρωτογενούς πλεονάσματος που ενδεχομένως θα υπερέβαινε τον μνημονιακό στόχο: Πρώτον, στον στόχο για πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% που εξυπηρετείτο από εμπροσθοβαρή μέτρα (συνταξιοδοτικό, ΦΠΑ κλπ) έμπαινε ως αιρεσιμότητα η ταυτόχρονη εξασφάλιση «επαρκούς προστασίας των ευπαθών ομάδων». Δεύτερον, προέβλεπε ότι από τυχόν υπεραπόδοση στο πλεόνασμα σε σχέση με τον μνημονιακό στόχο (0,75% το 2016) θα κατανεμόταν κατά 30% στον ειδικό λογαριασμό του χρέους, 30% στην εξόφληση ληξιπρόθεσμων οφειλών του Δημοσίου και το υπόλοιπο 40%... κατά βούληση, αλλά με βασικό προορισμό την κοινωνική προστασία.
Ρητές αναφορές στο επικαιροποιημένο Μνημόνιο
Το κλείσιμο της πρώτης αξιολόγησης τον περασμένο Ιούνιο τροποποίησε κάπως τα δεδομένα, αφού στο Συμπληρωματικό Μνημόνιο (SMoU) που επικύρωνε τη συμφωνία αφενός απαλείφθηκε η αναφορά στις ποσοστώσεις κατανομής του υπερ-πλεονάσματος (30-30-40), αφετέρου περιλήφθηκαν δυο ρητές αναφορές που παραπέμπουν εμμέσως τόσο στην εξαγγελία για την αναστολή του αυξημένου ΦΠΑ στα νησιά του ΒΑ Αιγαίου, όσο και στην έκτακτη βοήθεια στους χαμηλοσυνταξιούχους. Συγκεκριμένα
- Πρώτον, αφού επιβεβαιώνονται οι στόχοι για πρωτογενή πλεονάσματα 0,5%, 1,7%%και 3,5% για τα έτη 2016, 2017 και 2018 αντίστοιχα γίνεται η διευκρίνιση ότι «ο ορισμός του πρωτογενούς πλεονάσματος σύμφωνα με το πρόγραμμα θα προσαρμοστεί ώστε να εξαιρούνται καθαρές δαπάνες για το προσφυγικό από τις μεταβιβάσεις της Ε.Ε. στον ελληνικό προϋπολογισμό με έναν κατάλληλο μηχανισμό παρακολούθησης». Αυτό πιθανότατα επέτρεψε να αντισταθμιστεί το όφελος από την εξαίρεση αυτών των δαπανών με το «ισοδύναμό» του σε ΦΠΑ στα συγκεκριμένα νησιά που σήκωσαν το βάρος του προσφυγικού. Ο μηχανισμός αντιστάθμισης δεν ορίζεται μεν ρητά, αλλά και δεν απαγορεύεται.
- Δεύτερον, στο Συμπληρωματικό Μνημόνιο αναφέρεται ρητά ότι εφόσον τα δημοσιονομικά μέτρα «αποδίδουν αρκετά ώστε να οδηγήσουν σε μόνιμη υπεραπόδοση έναντι των στόχων του προγράμματος, οι αρχές μπορούν, σε συμφωνία με τους θεσμούς, να εξετάσουν τη χρήση του διαθέσιμου δημοσιονομικού περιθωρίου για την ενίσχυση της κοινωνικής προστασίας (ιδίως του προγράμματος για το Ελάχιστο Εγγυημένο Εισόδημα) και / ή να μειώσουν το φορολογικό βάρος με την προϋπόθεση ότι η επίτευξη των δημοσιονομικών στόχων είναι εξασφαλισμένη».
Διόλου τυχαία αυτή ακριβώς η διατύπωση επαναλαμβάνεται αυτούσια και στο σχέδιο συμφωνίας για τη δεύτερη αξιολόγηση που είχαν συντάξει οι επικεφαλής του κουαρτέτου και παρέδωσαν στην κυβέρνηση μέρες πριν τη συνεδρίαση του τελευταίου Eurogroup. Με δεδομένο, μάλιστα, ότι το κουαρτέτο έχει αποδεχθεί την πρόβλεψη ότι το πρωτογενές πλεόνασμα θα φτάσει φέτος σχεδόν το 1,1%, υπερδιπλάσιο του στόχου 0,5%, ουσιαστικά η κυβέρνηση είχε το πράσινο φως τους να διαχειριστεί υπερ-πλεόνασμα σχεδόν 1 δισ.
Χωρίς το «πρωτόκολλο» του 2014
Επομένως, η κυβερνητική «αποκοτιά» δεν έγινε στην πραγματικότητα σε κενό ενημέρωσης των δανειστών, αλλά σε κατ’ αρχήν συμφωνία μαζί τους. Ίσως όχι με την αυστηρή τήρηση του «πρωτοκόλλου» που είχε κάνει η κυβέρνηση Σαμαρά το 2014, περιμένοντας την επίσημη πιστοποίηση του πρωτογενούς πλεονάσματος από τη Eurostat. Βέβαια, το timing που επέβαλε αυτό το πρωτόκολλο τότε ήταν ευνοϊκό: η εξαγγελία Σαμαρά για «κοινωνικό μέρισμα» 500 εκατ. ευρώ, με αποδέκτες εν μέρει 600.000 νοικοκυριά με πολύ χαμηλό εισόδημα και εν μέρει τους ένστολους, έγινε τον Μάρτιο και η υλοποίηση ξεκίνησε τον Απρίλιο, έναν μήνα πριν από τις Ευρωεκλογές. Ως γνωστόν, η κραυγαλέα προεκλογική χρήση του μέτρου τότε δεν απέδωσε τίποτα για τα κόμματα της τότε συγκυβέρνησης. Το αντίθετο.
Ελεγχόμενες αντιδράσεις και πολιτική «κατανόηση»
Αυτή τη φορά η αντίδραση της Κομισιόν, που περιορίστηκε στην παρατήρηση ότι «δεν εχει λάβει γνώση όλων των λεπτομερειών των ανακοινώσεων του πρωθυπουργού» υπονοεί σαφώς ότι, πέρα από τις λεπτομέρειες, είχε γνώση του περιγράμματός τους. Ταυτόχρονα, η προχθεσινή ανακοίνωση της Κομισιόν ότι ετοιμάζει επανενεργοποίηση του Δουβλίνου, ώστε να καταστήσει την Ελλάδα λιγότερο ελκυστική στα προσφυγικά ρεύματα, φαίνεται να «συγκοινωνεί» με την πρωθυπουργική εξαγγελία για τα νησιά.
Από την άλλη πλευρά, η πιο δηκτική η αντίδραση του επικεφαλής του ESM Κλάους Ρεγκλινγκ ότι «οι ανακοινώσεις χωρίς διαβούλευση με τους θεσμούς εγείρουν μια σειρά από ερωτήματα» υπενθυμίζουν απλώς ότι, ακόμη και στο επικοινωνιακό πεδίο, υπάρχουν ασφυκτικά όρια αυτονομίας για την κυβέρνηση. Ωστόσο, υποθέτει κανείς ότι, καθώς πολλές χώρες της ευρωζώνης σε λίγους μήνες μπαίνουν σ’ έναν μακρύ πολιτικό κύκλο που ξεκινά τον Μάρτιο από την Ολλανδία και καταλήγει τον Σεπτέμβριο στη Γερμανία, τελικά πρυτανεύει η πολιτική κατανόηση και «αλληλεγγύη». Αρκεί να κλείσει η δεύτερη αξιολόγηση στη βάση των απαιτήσεων των δανειστών και να μην ανοίξει και στην Ελλάδα κύκλος πολιτικής- και εκλογικής – αβεβαιότητας. Και φυσικά, να μην «απασφαλίσει» ο Β. Σόιμπλε…