«Η Ελλάδα! Βρίσκονται σε τόσο άθλια κατάσταση εκεί. Είναι φρικτό». Και: «Θα έχουμε κάτι για το ΔΝΤ σε λίγες ημέρες». Αυτές ήταν όλες κι όλες οι τελευταίες αναφορές του αμερικανού προέδρου Ντόναλντ Τραμπ στην Ελλάδα και στο ΔΝΤ, σε δηλώσεις του προς το αμερικανικό δίκτυο Newsmax. Λιγότερες από είκοσι λέξεις. Εκ πρώτης όψεως δεν λένε απολύτως τίποτε. Δεν προσθέτουν την παραμικρή πληροφορία για τη στάση που θα τηρήσει ο αμερικανός εκπρόσωπος στο Εκτελεστικό Συμβούλιο του ΔΝΤ που, με το μεγάλο ειδικό βάρος των δικαιωμάτων ψήφου που θα διαθέτουν οι ΗΠΑ ως μεγαλύτερος χρηματοδότης του Ταμείου, έχει περίπου δικαίωμα βέτο στις τελικές αποφάσεις του. Το ακροατήριο του αμερικανού προέδρου κατά τις κεκλεισμένων των θυρών δηλώσεις του ήταν προσεκτικά επιλεγμένο, συγκροτούμενο αποκλειστικά από εκπροσώπων συντηρητικών ΜΜΕ, καθώς ο «πόλεμος» του Λευκού Οίκου με τα αμερικανικά media δεν έχει καταλήξει ακόμη σε κάποια ανακωχή. Ωστόσο, η ερμηνεία που έσπευσε να δώσει το συγκεκριμένο αμερικανικό δίκτυο σ’ αυτές τις λίγες λέξεις προδίδει ότι ο Τραμπ είπε κάτι περισσότερο από αυτές. Και η ερμηνεία αναφέρει ότι ο Λευκός Οίκος δεν πρόκειται να αλλάξει ριζικά τη στάση του έναντι του ΔΝΤ, τουλάχιστον στο σκέλος της χρηματοδότησής του από τον αμερικανικό προϋπολογισμό.
Το αξιόχρεο των ΗΠΑ
Πρακτικά, η κυβέρνηση Τραμπ δεν θα μπορούσε να κάνει κι αλλιώς. Κι ο απλός λόγος είναι ότι η πολιτική του αμερικανού προέδρου προδιαγράφει μια εκθετική αύξηση του αμερικανικού χρέους στη διάρκεια της πρώτης θητείας του, που θα τροφοδοτηθεί τόσο από την εξαγγελθείσα μεγάλη αύξηση των εξοπλιστικών δαπανών όσο και από τις δημόσιες επενδύσεις στα δίκτυα που έχει υποσχεθεί και φιλοδοξεί να είναι το εφαλτήριο μια δεύτερης θητείας. Το ΔΝΤ, ως εγγυητής της διεθνούς τοκογλυφίας, δηλαδή των αγοραστών κρατικού χρέος, είναι ο μόνος διεθνής οργανισμός που μπορεί να διαβεβαιώσει για το αξιόχρεο του βασικού χρηματοδότη του, των ΗΠΑ. Και, φυσικά, η ηγεσία του δεν διανοείται ότι θα χρειαστεί ποτέ να αντιμετωπίσει μια κατάσταση χρεοκοπίας των ΗΠΑ!
Τα θηριώδη γερμανικά πλεονάσματα
Από την άλλη πλευρά η ηγεσία ΔΝΤ αντιμετωπίζει με προφανή εχθρότητα τις απειλές τις κυβέρνησης Τραμπ για προστατευτικές πολιτικές και ακύρωση ή επαναδιαπραγμάτευση των διεθνών εμπορικών και επενδυτικών συμφωνιών, της λεγόμενης θεσμικής παγκοσμιοποίησης. Παρ’ ότι δεν είναι σαφές αν και σε ποιο βαθμό εννοεί τις απειλές αυτές η νέα αμερικανική ηγεσία, η Κριστίν Λαγκάρντ, ως γνωστόν, μαζί με άλλους πέντε διεθνείς οργανισμούς, έσπευσε να θέσει συμβολικά την παγκοσμιοποίηση υπό την προστασία της γερμανικής ηγεσίας. Αυτό, όμως, μπορεί να αποδειχθεί αυτοπαγίδευση. Διότι, η κυβέρνηση Τραμπ προς το παρόν μόνο ρητορικά σκιαμαχεί κατά του «ελεύθερου εμπορίου», ενώ αυτός που το αποσταθεροποιεί συστηματικά και σε παγκόσμια κλίμακα είναι η Γερμανία με τα θηριώδη εμπορικά της πλεονάσματα- 8,6% του ΑΕΠ το 2016. Και το ΔΝΤ, που μέχρι στιγμής «κάνει την πάπια» σ’ αυτό, κάποια στιγμή θα κληθεί να πάρει θέση σ’ αυτό. Όχι μόνο από τις ΗΠΑ, αλλά και από άλλες χώρες «μεγαλομετόχους» του Ταμείου, όπως η Γαλλία ή η Ιταλία. Στη σύνοδο των G7 (26-27 Μαίου) στην Ταορμίνα της Σικελίας ίσως έχουμε μια πιο καθαρή διαμόρφωση των μετώπων στο πεδίο αυτό (με εκλεγμένο πλέον και τον νέο Γάλλο Πρόεδρο), αλλά μια ένδειξη έδωσε και η εαρινή σύνοδος του ΔΝΤ στην Ουάσιγκτον, όπου οι απαντήσεις που προσπάθησε να δώσει με εμπιστευτικό της έγγραφο η γερμανική κυβέρνηση στις αιτιάσεις Τραμπ ότι χειραγωγεί το ευρώ υπέρ των πλεονασμάτων της χλευάστηκαν από τους εκπροσώπους των ΗΠΑ.
Τα (πιθανά) ελληνικά οφέλη
Τα παραπάνω σημαίνουν ότι η κυβέρνηση Τραμπ ναι μεν δεν θα αλλάξει τη χρηματοδοτική της πολιτική έναντι του ΔΝΤ, αλλά ταυτόχρονα θα το εξωθήσει σε μια πιο ισορροπημένη και λιγότερο μεροληπτική στάση έναντι της Γερμανίας και του άδηλου «προστατευτισμού» που ασκεί μέσω (και εις βάρος) της υπόλοιπης Ευρωζώνης. Στην επιμονή του ΔΝΤ σε σαφείς και λεπτομερείς δεσμεύσεις για τη μελλοντική ελάφρυνση του ελληνικού χρέους προβάλλονται προφανώς και οι αμερικανικές πιέσεις που δεν αφορούν κάποια συμπάθεια προς την Ελλάδα, αλλά την πίεση προς τη Γερμανία να πληρώσει κάποιο τίμημα για τα πλεονεκτήματα που άντλησε την τελευταία επταετία από την ευρωπαϊκή «χορηγία» του ΔΝΤ. Οι πιέσεις αυτές θα πάρουν μονιμότερο χαρακτήρα τον Ιούνιο, όταν το Εκτελεστικό Συμβούλιο του ΔΝΤ εξετάσει νέους κανόνες «διάσωσης» χωρών που ανήκουν σε νομισματικές ενώσεις.
Επομένως, στις 19 μόλις λέξεις του Τραμπ για την Ελλάδα και το ΔΝΤ περικλείεται όχι τόσο η επιτηδευμένη απλοϊκότητα του αμερικανού προέδρου, αλλά μια μάλλον υπολογισμένη πολιτική πίεσης προς τη γερμανική ηγεσία που στο εγγύς μέλλον θα κλιμακωθεί και ενδεχομένως να αποκτήσει συμμάχους και εντός της Ευρωζώνης, ακόμη και τον φίλτατο του Β. Σόιμπλε, Εμ. Μακρόν. Κερδίζει κάτι απ’ αυτό η Ελλάδα; Εξ αντανακλάσεως είναι πιθανό να κερδίσει μια μικρή γερμανική υποχώρηση στο θέμα του χρέους, την αξιοπιστία της οποίας θα αξιολογήσει πρωτίστως το ΔΝΤ. Υποθέτει κανείς ότι ούτε η Λαγκάρντ ούτε οι αμερικανοί χρηματοδότες του Ταμείου θα δεχθούν να επαναληφθεί το φιάσκο του 2012, η υπόσχεση νέας ελάφρυνσης του χρέους που πετάχτηκε στα σκουπίδια.