Από την στιγμή που έγιναν γνωστές οι καταγγελίες για τα email που απέστειλε σε απόδημους η ευρωβουλευτής της ΝΔ, Άννα Μισέλ Ασημακοπούλου, οι οποίες προκαλούν σφοδρές πολιτικές αντιδράσεις, παρέμβαση της Αρχής Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα και έρευνα της Εισαγγελίας για το αν διέρρευσαν email από κρατικές υπηρεσίες σε πολιτικά πρόσωπα, η προσπάθεια του Μεγάρου Μαξίμου στρέφεται στην αποσύνδεση της υπόθεσης αυτής από το ζήτημα της επιστολικής ψήφου.
Το Μέγαρο Μαξίμου απορρίπτει οποιαδήποτε τέτοια σύνδεση και καταλογίζει μάλιστα στα κόμματα της αντιπολίτευσης ότι οδηγούν τη συζήτηση εκεί για να καταφερθούν κατά μιας τόσο θετικής πρωτοβουλίας, την οποία δεν στήριξαν.
Από την άλλη πλευρά όμως, ο αντίκτυπος όλης αυτής της συζήτησης υποχρέωσε και το υπουργείο Εσωτερικών να δρομολογήσει εσωτερικό έλεγχο με στόχο να επιβεβαιώσει την επάρκεια των διαδικασιών της προστασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα για τους καταλόγους του 2023 ώστε να μην υπάρχει καμία σκιά.
Μπορεί λοιπόν η κυβέρνηση να υπογραμμίζει σε όλους τους τόνους πως η συζήτηση αυτή ουδεμία σχέση έχει με την επιστολική ψήφο είναι όμως σαφής η καχυποψία των άλλων πολιτικών δυνάμεων και η αιτία της βρίσκεται στον τρόπο με τον οποίο έχει εξαρχής διαχειριστεί το Μέγαρο Μαξίμου το ζήτημα της επιστολικής ψήφου, μιλώντας για συναίνεση, αλλά ενεργώντας μονομερώς.
Υπενθυμίζεται ότι ενώ ο πρωθυπουργός δήλωνε στην αρχή της δεύτερης κυβερνητικής θητείας της ΝΔ ότι δεν θα είμαστε σίγουρα τεχνικά έτοιμοι για επιστολική ψήφο πριν από τις ευρωεκλογές και πρότεινε, τότε , να ανοίξει η σχετική συζήτηση για τις επόμενες εθνικές εκλογές, η κυβέρνηση όχι μόνο έφερε νόμο που να αφορά στις ευρωεκλογές αλλά με τροπολογία που δεν μπήκε καν σε δημόσια διαβούλευση είχε επιχειρήσει να την επεκτείνει για τους Έλληνες του εξωτερικού και στις εθνικές εκλογές. Αιφνιδιάζοντας το σύνολο της αντιπολίτευσης και τορπιλίζοντας το μέχρι εκείνη τη στιγμή διαγραφόμενο κλίμα συναίνεσης.
Ένα πεδίο κατεξοχήν συναινετικό, όπως ξεκίνησε να είναι αυτό της επιστολικής ψήφου, καταλήγει, εξαιτίας των κυβερνητικών χειρισμών, να διχάζει.
Κάτι που συμβαίνει και στον χώρο της Ανώτατης Εκπαίδευσης όπου η κυβέρνηση αντί της συνεννόησης επέλεξε να υλοποιήσει μια πολιτική για την λειτουργία παραρτημάτων μη κρατικών πανεπιστημίων που η ίδια αποφάσισε και η οποία, στην πραγματικότητα, υπερβαίνει και αυτό ακόμη το προεκλογικό πρόγραμμα της ΝΔ, το οποίο μιλά για αναθεώρηση του άρθρου 16 και όχι για "ενωσιακό δίκαιο".
Αποτέλεσμα της επιλογής να επιχειρήσει να παρακάμψει το άρθρο 16 υποστηρίζοντας πως η χώρα δεν μπορεί να περιμένει την αναθεώρησή του- η οποία θα δρομολογηθεί με την εκκίνηση της νέας συνταγματικής αναθεώρησης μετά το 2025- είναι να μην υπάρχει κανένα περιθώριο συμφωνίας μεταξύ των πολιτικών δυνάμεων και η πρωτοβουλία αυτή να διχάζει πλέον σε όλα τα επίπεδα:
Μέσα στην εκπαιδευτική κοινότητα όπου οι αντιδράσεις, όπως αποτυπώνονται και στα συλλαλητήρια, μόνο μειοψηφικές, όπως υποστηρίζει η κυβέρνηση, δεν μπορούν να χαρακτηριστούν.
Στην κοινωνία όπου και οι δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι οι πολίτες είναι διχασμένοι για τις φοιτητικές κινητοποιήσεις ενάντια στα ιδιωτικά πανεπιστήμια .
Στην επιστημονική κοινότητα που οι απόψεις ως προς την αντισυνταγματικότητα της συγκεκριμένης ρύθμισης δυίστανται.
Αλλά και σε πολιτικό επίπεδο όπου η ΝΔ είναι απομονωμένη στην Βουλή ακόμη και από δυνάμεις που στηρίζουν την προοπτική αναθεώρησης του άρθρου 16.