Τις τελευταίες δύο δεκαετίες, μελέτες έχουν δείξει ότι η ασεξουαλικότητα ή αλλιώς μη σεξουαλικότητα ή αφυλοφιλία (Αγγλ. Asexuality) που περιγράφεται ως έλλειψη ερωτικής έλξης από κάποιο άτομο οποιουδήποτε φύλου, ή ως ανύπαρκτο ή χαμηλό ενδιαφέρον για σεξουαλική δραστηριότητα, δεν πρέπει να ταξινομείται ως διαταραχή αλλά ως σταθερός σεξουαλικός προσανατολισμός παρόμοιος με την ομοφυλοφιλία ή την ετεροφυλοφιλία.
Ωστόσο, τόσο η κοινωνία, όσο και η κλινικοί γιατροί άργησαν να το αντιληφθούν. Μόλις πρόσφατα ερευνητές άρχισαν να αντιμετωπίζουν την ασεξουαλικότητα όχι ως έναν δείκτη προβλημάτων υγείας αλλά ως έναν νόμιμο και μέχρι τώρα ανεξερεύνητο τρόπο ύπαρξης του ατόμου.
Στη βιολογία, η λέξη «άφυλος» συνήθως χρησιμοποιείται για είδη που αναπαράγονται χωρίς φύλο, όπως βακτήρια και αφίδες. Αλλά σε ορισμένα είδη που απαιτούν ζευγάρωμα για να αποκτήσουν απογόνους, όπως τα θηλαστικά, οι επιστήμονες έχουν παρατηρήσει άτομα που δεν φαίνεται να έχουν όρεξη να εμπλακούν στη σεξουαλική πράξη.
Αυτή η συμπεριφορά είναι ανάλογη με την ανθρώπινη ασεξουαλικότητα, μια έννοια που μέχρι πρόσφατα σπανίως είχε αναφερθεί στη βιβλιογραφία. Σε ένα φυλλάδιο που δημοσιεύτηκε το 1896, ο πρωτοπόρος Γερμανός σεξολόγος Μάγκνους Χίρσφελντ περιέγραψε ανθρώπους χωρίς σεξουαλική επιθυμία, μια κατάσταση που ονόμασε «σεξουαλική αναισθησία».
Το 1907 ο αιδεσιμότατος Carl Schlegel, ένας ακτιβιστής για τα δικαιώματα των ομοφυλοφίλων, υποστήριξε τους «ίδιους νόμους» για τους ομοφυλόφιλους, τους ετεροφυλόφιλους, τους αμφιφυλόφιλους και τους ασέξουαλ.
Όταν ο σεξολόγος Άλφρεντ Κίνσεϊ επινόησε την κλίμακα του σεξουαλικού προσανατολισμού τη δεκαετία του 1940, δημιούργησε μια «Κατηγορία Χ» για τους ερωτηθέντες που δεν ανέφεραν κοινωνικοσεξουαλικές επαφές ή ερωτικές αντιδράσεις.
Ωστόσο, η ασεξουαλικότητα συνέχισε να απουσιάζει από την επιστημονική έρευνα τις επόμενες δεκαετίες, αν και περιστασιακά αναφερόταν από ακτιβιστές και μελετητές του κινήματος απελευθέρωσης των ομοφυλοφίλων.
Μόλις εμφανίστηκε το διαδίκτυο, οι ασεξουαλικοί άνθρωποι σε όλο τον κόσμο άρχισαν να βρίσκουν ο ένας τον άλλον και να χτίζουν μια κοινή γλώσσα στις αρχές της δεκαετίας του 2000.
Αποκαλώντας τους εαυτούς τους “aces”(άσους), έτειναν να ορίζουν τη σεξουαλική και τη ρομαντική έλξη σε δικά τους φάσματα. Τα ασεξουαλικά άτομα μπορούν να βιώσουν διαφορετικά επίπεδα των δυο τύπων έλξης.
Οι «άσοι» μπορεί να απωθούν το σεξ, να είναι ουδέτεροι ως προς το φύλο ή θετικοί στο σεξ, μπορεί να κάνουν σεξ συχνά ή και ποτέ, να έχουν υψηλή λίμπιντο, κάποιοι να αυνανίζονται και άλλοι όχι. Όσο διαφορετικά κι αν είναι, τα μέλη της κοινότητας ενώνονται στη βάση της έλλειψης σεξουαλικής και, μερικές φορές, ρομαντικής έλξης για τους άλλους.
Κάποτε θεωρούταν ψυχική διαταραχή
Εκείνη την εποχή, ωστόσο, το να είσαι άφυλος θα μπορούσε να θεωρηθεί ως ένδειξη μιας ψυχιατρικής διαταραχής, σύμφωνα με το Διαγνωστικό και Στατιστικό Εγχειρίδιο Ψυχικών Διαταραχών (DSM) της Αμερικανικής Ψυχιατρικής Εταιρείας.
Εάν κάποιος ανέφερε ότι στενοχωριέται από τη χαμηλή σεξουαλική του επιθυμία, ένας γιατρός θα μπορούσε να διαγνώσει διαταραχή υποδραστήριας σεξουαλικής επιθυμίας (HSDD). Το ίδιο θα συνέβαινε και αν ο σύντροφός του ήταν αναστατωμένος από τη χαμηλή σεξουαλική του επιθυμία.
Με άλλα λόγια, το άτομο σε ένα ζευγάρι «που δεν του άρεσε αρκετά το σεξ είχε τη διαταραχή», εξηγεί στο Scientific American ο David Jay, ιδρυτής του Asexual Visibility and Education Network (AVEN), ενός διαδικτυακού φόρουμ που αποτέλεσε πλατφόρμα της κοινότητας των ασεξουαλικών.
Τα επίπεδα της σεξουαλικής επιθυμίας μπορεί να αλλάζουν κατά τη διάρκεια της ζωής μας για πολλούς λόγους που μπορεί να αποτελούν ή όχι αιτία ιατρικής ανησυχίας, συμπεριλαμβανομένων των αλλαγών στα επίπεδα ορμονών ή της ψυχικής υγείας. Αλλά οι ασεξουαλικοί άνθρωποι τείνουν να βιώνουν την έλλειψη σεξουαλικής έλξης για τους άλλους σταθερά και όχι ως διαταραχή που απαιτεί παρέμβαση.
Έτσι, όταν ξεκίνησαν οι εργασίες για την ενημέρωση του Διαγνωστικού και Στατιστικού Εγχειριδίου Ψυχικών Διαταραχών (DSM) της Αμερικανικής Ψυχιατρικής Εταιρείας στα τέλη της δεκαετίας του 2000, ο Jay και άλλοι στο Asexual Visibility and Education Network (AVEN) θέλησαν να το καταστήσουν αυτό σαφές στους επιστήμονες που το συνέταξαν. «Θέλαμε οι ερευνητές, τουλάχιστον, να καταλάβουν πώς σκεφτόμαστε για τον εαυτό μας προτού ερμηνεύσουν δεδομένα για εμάς», λέει στο Scientific American ο Jay.
Η ομάδα του Asexual Visibility and Education Network (AVEN) πραγματοποίησε μια ανασκόπηση της βιβλιογραφίας και πήρε συνεντεύξεις από επτά ερευνητές, κυρίως ψυχολόγους.
Στη συνέχεια δημοσίευσε τα ευρήματά της σε μια έκθεση και τα έστειλε στην επιτροπή που είναι επιφορτισμένη με την επανεκτίμηση των διαγνωστικών κριτηρίων της διαταραχής υποδραστήριας σεξουαλικής επιθυμίας HSDD.
Ένα μέλος της επιτροπής ήταν η Λόρι Μπρότο, ψυχολόγος στο Πανεπιστήμιο της Βρετανικής Κολομβίας που διεξήγαγε μερικές από τις πρώτες μελέτες για την ασεξουαλικότητα.
Η Brotto διαπίστωσε ότι η αναφορά του Asexual Visibility and Education Network ευθυγραμμιζόταν καλά με την έρευνά της, η οποία συνέκρινε τη συμπεριφορά, τις εμπειρίες και τις φυσιολογικές αποκρίσεις των αυτοπροσδιοριζόμενων ασεξουαλικών ατόμων με εκείνες των μη αφυλοφυλικών ατόμων με διάγνωση υποδραστήριας σεξουαλικής επιθυμίας (HSDD και βρήκε διαφορές που την ώθησαν να προτείνει ότι η ασεξουαλικότητα δεν πρέπει να κατηγοριοποιηθεί ως σεξουαλική δυσλειτουργία.
Στην πέμπτη έκδοση του Διαγνωστικού και Στατιστικού Εγχειριδίου Ψυχικών Διαταραχών (DSM) της Αμερικανικής Ψυχιατρικής Εταιρείας το 2013 δημοσιεύτηκε μια ανανεωμένη ενότητα για τη σεξουαλική δυσλειτουργία, προτείνοντας ότι σε κάποιον που προσδιορίζεται ως άφυλος δεν θα έπρεπε να δοθεί η διάγνωση διαταραχής υποδραστήριας σεξουαλικής επιθυμίας HSDD.
Αυτή η αλλαγή σήμαινε ότι η ασεξουαλικότητα δεν αποτελούσε πλέον μια διαταραχή για τους ψυχιάτρους ανοίγοντας νέα μονοπάτια για τους ερευνητές που ερευνούσαν τη σεξουαλικότητα.
Προχωρά η μελέτη της ασεξουαλικότητας
Η μελέτη της ασεξουαλικότητας από τα μέσα της δεκαετίας του 2010 και μέχρι σήμερα αναπτύσσεται ραγδαία, λέει η Jessica Hille, ερευνήτρια για το φύλο και τη σεξουαλικότητα στο Ινστιτούτο Kinsey του Πανεπιστημίου της Ιντιάνα.
Σε μια ανασκόπηση που δημοσιεύθηκε τον Νοέμβριο του 2022, η Hille εντόπισε 28 μελέτες για την ασεξουαλικότητα που δημοσιεύθηκαν μεταξύ Ιανουαρίου 2020 και Ιουλίου 2022, «ενώ πριν από 10 χρόνια δεν ξέρω ότι θα είχατε βρει 28 εργασίες σε ολόκληρο το πεδίο», λέει στο Scientific American.
Σήμερα «η ασεξουαλικότητα είναι ευρέως αποδεκτή ως σεξουαλικός προσανατολισμός στη βιβλιογραφία», λέει η Hille, αλλά η αποδοχή σε επίπεδο κουλτούρας παραμένει στα σπάργανά της, ειδικά σε σύγκριση με άλλους προσανατολισμούς κάτω από την ομπρέλα LGBTQIA+.
Το να λες ότι δεν νιώθεις σεξουαλική έλξη είναι σαν να λες ότι δεν τρως, εξηγεί η Hille, και «αν δεν τρως, κάτι δεν πάει καλά με σένα και κάνεις κακό στον εαυτό σου». Οι ασεξουαλικοί άνθρωποι λαμβάνουν μερικές φορές αυτό το μήνυμα όχι μόνο από την οικογένεια και τους γνωστούς τους, αλλά από τους παρόχους υγειονομικής περίθαλψης.
Η Shelby Wren, ερευνήτρια στον τομέα της υγείας στο Πανεπιστήμιο της Μινεσότα, δημοσίευσε μια μελέτη το 2020 στην οποία το 30%-50% των ερωτηθέντων που είχαν αποκαλύψει την ασεξουαλικότητα τους σε ιατρικό περιβάλλον δήλωσαν ότι ένας τουλάχιστον θεραπευτής ή γιατρός την απέδωσε σε μια διαταραχή της υγείας.
Οι προτεινόμενες διαγνώσεις περιλάμβαναν άγχος, κατάθλιψη και, σε μία περίπτωση, διαταραχή προσωπικότητας. «Δεν ξέρεις τι θα συμβεί όταν αποκαλύψεις τον σεξουαλικό σου προσανατολισμό», λέει η ερευνήτρια. «Και για πολλούς ανθρώπους, αυτό τους εμποδίζει να μιλήσουν για πράγματα που θα μπορούσαν να σχετίζονται με την υγεία τους».
Σε μια έκθεση που δημοσιεύθηκε τον Οκτώβριο του 2023 από τη Stonewall, μια οργάνωση για τα δικαιώματα LGBTQIA+ με έδρα το Ηνωμένο Βασίλειο, πολλοί ερωτηθέντες ανέφεραν ότι η χαμηλή επίγνωση της αφυλοφιλίας είχε επηρεάσει αρνητικά την υγειονομική τους περίθαλψη κάποια στιγμή. Ο θεραπευτής μιας συμμετέχουσας της πρότεινε να θέσει στόχους για να ξεπεράσει τον «φόβο για το σεξ» και να πάρει ένα φάρμακο για να αυξήσει τη λίμπιντο της.
Ο θεραπευτής μιας άλλης υπέθεσε ότι η ασεξουαλικότητα της προήλθε από παιδικό τραύμα και ότι θα άλλαζε με τον καιρό, γεγονός που την οδήγησε να εξαναγκάσει τον εαυτό της να κάνει πράγματα με τα οποία δεν αισθανόταν άνετα, ενώ ο γιατρός μιας άλλης συμμετέχουσας υπέθεσε ότι η ασεξουαλικότητα της προήλθε από τα αντικαταθλιπτικά της.
Παρότι τα αντικαταθλιπτικά έχει αποδειχθεί ότι επηρεάζουν τη λίμπιντο, δεν υπάρχουν στοιχεία ότι μειώνουν τη σεξουαλική έλξη του ατόμου προς τους άλλους, που είναι το συστατικό που σχετίζεται περισσότερο με την ασεξουαλικότητα, λένε οι ειδικοί. Μερικοί άφυλοι εξάλλου δεν έχουν πάρει ποτέ τέτοια φάρμακα.