Σακχαρώδης Διαβήτης τύπου 2 (ΣΔτ2) - Πρόληψη
Ο ΣΔτ2 είναι ένα γνωστό και συνεχώς αυξανόμενης συχνότητας νόσημα, το οποίο δημιουργεί πολλές επικίνδυνες επιπλοκές για τη διάρκεια και την ποιότητα της ζωής του ατόμου που τις παρουσιάζει.
Πολλές από τις επιπλοκές εξαρτώνται από την ρύθμιση και τη διάρκειά του, επομένως μπορεί να προληφθούν ή να καθυστερήσουν αν καθυστερήσει και η έναρξη του ΣΔτ2. Για το λόγο αυτό η πρόληψη είναι ιδιαίτερα σημαντική.
Οι παρακάτω ορισμοί καθορίζουν τη συχνότητα ενός νοσήματος και ορίζουν τι είναι ο ΣΔτ2 και πώς διαγιγνώσκεται.
Επιπολασμός: Εκφράζει τη συχνότητα ενός νοσήματος σε ένα συγκεκριμένο πληθυσμό μια ορισμένη χρονική στιγμή. Παράδειγμα: Ο επιπολασμός του ΣΔ στον πληθυσμό της Σαλαμίνας ηλικίας > 18 ετών το έτος 2006 ήταν 9,5%. Επίπτωση: Εκφράζει τη συχνότητα με την οποία εμφανίζεται μια νόσος (νέα διάγνωση, σε συγκεκριμένο πληθυσμό, σε μια χρονική περίοδο ορισμένης διάρκειας.)
Ο επιπολασμός του ΣΔτ2 στην Ευρώπη κυμαίνεται μεταξύ 2- 8% με εξαίρεση τη Μάλτα και τη Φιλανδία στις οποίες φτάνει το 10%, ενώ στις ΗΠΑ φτάνει το 7,9%.
Οι ειδικοί πληθυσμοί, όπως οι Ινδιάνοι ΡΙΜΑ ή οι ιθαγενείς της Ν. Ζηλανδίας, έχουν πολύ υψηλό επιπολασμό ΣΔτ2 (50% και 25% αντίστοιχα).
Η επίπτωση και ο επιπολασμός του ΣΔ αυξάνονται προοδευτικά. Ο αριθμός των ατόμων με ΣΔ παγκοσμίως από 35 εκατομμύρια το 1980 έφτασε τα 215 εκατομμύρια το 2010 και αναμένεται να αυξηθεί έως το 2025 σε 300 εκατομμύρια.
Ο ΣΔ χαρακτηρίζεται από διαταραχή του μεταβολισμού των υδατανθράκων των λιπών και των πρωτεϊνών που οφείλεται σε απόλυτη ή σχετική έλλειψη ινσουλίνης και ταξινομείται σε δύο κατηγορίες:
1) ΣΔτ1 (τύπου 1): Καταστροφή των Β- κυττάρων του παγκρέατος (αυτά παράγουν την ινσουλίνη) και συνεπώς πλήρης έλλειψη ινσουλίνης και
2) ΣΔτ2 (τύπου 2): Περιλαμβάνει συνδυασμούς από την κατ εξοχήν αντίσταση στην ινσουλίνη (υπάρχει ινσουλίνη που για διαφόρους λόγους δεν δρα αποτελεσματικά) μέχρι τ ην κατ εξοχή διαταραχή εκκρίσεως ινσουλίνης με μικρότερη
Κριτήρια για τη διάγνωση του Σακχαρώδη Διαβήτη
1. Συμπτώματα διαβήτη (πολυουρία, πολυδιψία και ανεξήγητη απώλεια βάρους και επιπλέον τυχαία γλυκόζη πλάσματος (ανεξάρτητα από την ώρα του προηγούμενου γεύματος > 200 mg % ή
2. Γλυκόζη πλάσματος νηστείας > 126 mg Y (Νηστεία τουλάχιστον 8 ωρών)
3. Γλυκόζη πλάσματος δύο (2) ώρες μετά την χορήγηση 75 gr γλυκόζης (Δοκιμασία ανοχής γλυκόζης) > 200 mg %.
Προσοχή χρειάζεται εάν δεν υπάρχει σαφέστατη υπεργλυκαιμία συνοδευόμενη από οξεία μεταβολική απορρύθμιση, οποιοδήποτε από τα ανωτέρω κριτήρια και αν είναι θετικό, θα πρέπει να επιβεβαιωθεί με επανάληψη μια άλλη μέρα ή με
έλεγχο οποιουδήποτε από τα υπόλοιπα 2 κριτήρια σε δεύτερο χρόνο.
Έτσι π.χ. εάν ένα άτομο με δείγμα γλυκόζης πλάσματος νηστείας 150 mg % θα διαγνωσθεί με διαβήτη μόνο εάν μια άλλη μέρα: α) Η γλυκόζη νηστείας είναι > 126 ή β) Κατά την σακχαραιμική καμπύλη η γλυκόζη των 2 ωρών είναι > 200 mg %.
Κατηγορίες διαταραχής ανοχής στη γλυκόζη:
1) Διαταραγμένη ανοχή γλυκόζης ( I G T) Νηστεία < 126 mg % και 2 ώρες μετά τη φόρτιση 100 - 199 mg %
3) Σακχαρώδης διαβήτης
Νηστεία > 126 % και / ή 2 ώρες μετά τη φόρτιση > 200 mg % αντίσταση σε αυτήν.
Τελευταία συζητείται το ενδεχόμενο χρησιμοποίησης της Γλυκοζυλιωμένης Αιμοσφαιρίνης (Hb Alc) ως κριτηρίου για τη διάγνωση του ΣΔ.
Ως διαγνωστική τιμή για τον ΣΔ καθορίζεται HbAlc > 6,5% Τιμές HbAlc 5,7 - 6,4% θεωρείται ότι συνδυάζονται με αυξημένο κίνδυνο εξέλιξης ΣΔ.
Μια ανάλυση σακχαραιμικών καμπυλών έδειξε ότι εκ των ατόμων με ΣΔ, σύμφωνα με την καμπύλη, μόνο το 24,4% είχε HbAlc > 6,5%
Επομένως, η διάγνωση του ΣΔ δεν γίνεται στο 75,6% των πασχόντων. Αντίστοιχα από άτομα με HbAlc > 6,5 %, το 18,3% δεν είχε ΣΔ με βάση την σακχαραιμική καμπύλη.
Η αξία της HbAlc για τη διάγνωση του ΣΔ αμφισβητείται, δεν έχει ακόμα καθιερωθεί διεθνώς και η Ελληνική διαβητολογική εταιρεία δεν συνιστά την χρησιμοποίηση της HbAlc ως μέθοδο διάγνωσης του ΣΔ προς το παρόν στην Ελλάδα.
Η πρόληψη εμφάνισης του ΣΔτ2 αφορά σε υγιεινοδιαιτητικούς τρόπους παρέμβασης, για τον περιορισμό των προσλαμβανόμενων θερμίδων και την αύξηση της φυσικής δραστηριότητας, με σκοπό την ελάττωση του βάρους. Οι διαιτητικές συμβουλές πρέπει να λαμβάνουν υπόψη τις ατομικές ανάγκες, την επιθυμία και τη δυνατότητα που έχει ο κάθε άνθρωπος να τροποποιήσει τη διατροφή του.
Πρέπει να αποφεύγονται οι δίαιτες πολύ χαμηλής περιεκτικότητας σε υδατάνθρακες ή πολύ υψηλής σε πρωτεΐνες. Τέτοιου είδους δίαιτες είναι αμφίβολης περιεκτικότητας σε φυτικές ίνες, βιταμίνες και ιχνοστοιχεία, δεν είναι καλά ανεκτές και δεν βοηθούν στη διατήρηση της απώλειας βάρους.
Η τροποποίηση των διατροφικών συνηθειών πρέπει να είναι τέτοια ώστε να είναι δυνατή η διατήρηση των νέων συνηθειών για πάντα και να αποβλέπει στη διατήρηση καλής υγείας επί μακρόν. Όσον αφορά την ποιοτική σύνθεση του διαιτολογίου, η ελαττωμένη πρόσληψη λίπους κυρίως κορεσμένου σε λιγότερο από 30% των ημερησίως προσλαμβανόμενων θερμίδων, μπορεί να ελαττώσει τον κίνδυνο ανάπτυξης ΣΔ. Ακόμη, η πρόσληψη φυτικού λίπους και κατανάλωση τροφίμων με μικρό γλυκαιμικό δείκτη σχετίζεται με μικρότερο κίνδυνο ανάπτυξης ΣΔ. Επιπλέον αυξημένη πρόσληψη φυτικών ινών τουλάχιστον 15 γρ. ανά 1000 θερμίδες κυρίως υπο μορφή λαχανικών φαίνεται
να ελαττώνει τον κίνδυνο εμφάνισης ΣΔ.
Υπάρχουν επιδημιολογικές ενδείξεις που υποστηρίζουν ότι ο ΣΔτ2 μπορεί να προληφθεί στο γενικό πληθυσμό.
Σε μια έρευνα 25.000 ατόμων 40 -70 ετών, μελετήθηκε η επίπτωση του ΣΔτ2 σε άτομα που τηρούσαν έναν έως όλους (0-5) από τους παρακάτω κανόνες που όρισε η μελέτη ως «Κανόνες υγιεινού τρόπου διαβίωσης»:
1) Δείκτης μάζας σώματος < 25
2) Κατανάλωση λίπους 30% των θερμίδων ημερήσ?α
3) Κατανάλωση κορεσμένου λίπους < 10%
4) Κατανάλωση φυτικών ινών > 15 γρ/1000 θερμίδες
5) Φυσική δραστηριότητα > 4 ώρες /εβδομάδα.
Με μέσο χρόνο παρακολούθησης τα 4,6 έτη, κανένα από τα άτομα που τηρούσαν και τους πέντε (5) κανόνες δεν εμφάνισε διαβήτη.
Η αποφυγή αύξησης του βάρους και η θεραπευτική αντιμετώπιση των υπέρβαρων και των παχύσαρκων, μπορεί να ελαττώσει τον κίνδυνο μετάπτωσης από διαταραγμένη ανοχή γλυκόζης σε έκδηλο διαβήτη. Τακτική φυσική δραστηριότητα, μέτριας εντάσεως, διευκολύνει την σταθεροποίηση ή την απώλεια βάρους, όπου αυτό απαιτείται και μπορεί να έχει επιπλέον ευεργετικό αποτέλεσμα ελαττώνοντας την αντίσταση στη δράση της ινσουλίνης.
Παράγοντες κινδύνου για ΣΔτ2.
1) Ηλικία > 45 ετών
2) Υπέρβαροι (Δείκτης μάζας σώματος - Β Μ l > 25 kg/m )
3) Ύπαρξη πρώτου βαθμού συγγενών με διαβήτη
4) Καθιστική ζωή
5) Εθνικότητα αυξημένου κινδύνου για διαβήτη
6) Γυναίκες που γέννησαν παιδί μεγαλύτερο από 4 κιλά ή παρουσίασαν διαβήτη κύησης.
7) !στορικό διαταραγμένης ανοχής γλυκόζης ( IGT) ή διαταρ αγμένη γλυκόζη νηστείας (IFG)
8) Υπέρταση ( ΑΠ > 140/90)
9) H D L 250 mg /dl
10) Σύνδρομο πολυκυστικών ωοθηκών
11) !στορικό αγγειακής νόσου
Σύνοψη των συστάσεων για πρόληψη ή καθυστέρηση της ανάπτυξης ΣΔτ2.
1) Άτομα με αυξημένο κίνδυνο ανάπτυξης πρέπει να ενημερωθούν για τα πλεονεκτήματα της μέτριας απώλειας βάρους και της τακτικής άσκησης
2) Προσυμπτωματικός ανιχνευτικός έλεγχος για διαβήτη σε άτομα άνω των 45 ετών με δείκτη μάζας σώματος - ΒΜΙ > 25 kg/m με IFG κ IGT. Νεαρά άτομα με δείκτη μάζας σώματος - ΒΜΙ > 25 kg/m είναι υποψήφια για έλεγχο, εφόσον έχουν επιπλέον παράγοντες κινδύνου.
3) Σε άτομα με φυσιολογικό σάκχαρο θεωρείται λογική η επανάληψη ανιχνευστικού ελέγχου κάθε 3 χρόνια.
4) Ο έλεγχος πρέπει να γίνεται είτε με μέτρηση γλυκόζης νηστείας ή με από του στόματος δοκιμασία ανοχής με 75 γρ γλυκόζης και το θετικό αποτέλεσμα να επιβεβαιώνεται με άλλο τρόπο.
5) Στα άτομα με IGT ή IFG πρέπει να δίνονται συμβουλές για απώλεια βάρους και αύξηση της φυσικής δραστηριότητας.
6) Η παρακολούθηση των ατόμων με IGT η IFG και η υπενθύμιση των συμβουλών για απώλεια βάρους και άσκηση κρίνονται σημαντικές για την επιτυχία της προσπάθειας.
7) Τα άτομα με IGT ή IFG πρέπει να ελέγχονται ανά έτος για την εμφάνιση ΣΔτ2.
8) Πρέπει να δίνεται ιδιαίτερη προσοχή και η κατάλληλη θεραπεία για την αντιμετώπιση άλλων τυχόν συνυπαρχόντων παραγόντων κινδύνου (π.χ. κάπνισμα, υπέρταση, δυσλιπ ιδαιμία).
9) Δεν πρέπει να χρησιμοποιούνται φάρμακα για την πρόληψη του ΣΔτ2.