Το ερώτημα για το μέλλον της «προοδευτικής παράταξης» κυριαρχεί στην προεκλογική συζήτηση, ενώ το παρασκήνιο που στο μεγαλύτερο μέρος του δεν βλέπει το φως της δημοσιότητας είναι πολύ έντονο.
Στη μίνι έρευνα «Quo vadis κεντροαριστερά;» που δημοσιεύει κατά διαστήματα το Dnews μέσω της στήλης OPINIONS το λόγο έχουν σημαντικοί δημοσιογράφει που καταθέτουν το δικό τους προβληματισμό.
«Ενώ, το λογικό είναι, την επόμενη μέρα των ευρωεκλογών να ξεκινήσουν διεργασίες για την ανασύνθεση του προοδευτικού χώρου, αυτό δεν πρόκειται να συμβεί, τουλάχιστον όχι με σκοπό τον σχηματισμό ενός συμμαχικού σχήματος που μπορεί να κερδίσει τη ΝΔ στις επόμενες εθνικές εκλογές», γράφει (ΕΔΩ) η Αγγελική Σπανού, εκτιμώντας ταυτόχρονα: «Οι “ιδιοκτήτες” των “λίγων σπιτιών” της κεντροαριστεράς θα δώσουν μάχη για να μην γκρεμιστούν και για να διατηρήσουν τις “αυθαιρεσίες” τους, προτιμώντας τη συνέχεια στο χωριό (αν και κακό) παρά το απρόβλεπτο της μετακίνησης στην μεγάλη πόλη». Η Αγγελική Σπανού, μάλιστα, αναφέρεται ειδικά στη στρατηγική του ΣΥΡΙΖΑ, του ΠΑΣΟΚ, της Νέας Αριστεράς, αλλά και τα πρόσωπα που μπορεί να παίξουν καθοριστικό ρόλο όπως ο Αλέξης Τσίπρας και ο Χάρης Δούκας.
«Αν αναζητά κανείς σήμερα μια «κεντροαριστερή» διέξοδο, δεν μπορεί να τη βρει χωρίς να έρθει σε ρήξη με τον δεξιό-ακροδεξιό μονόδρομο που έχει χαράξει ο Κυριάκος Μητσοτάκης», επισημαίνει στο άρθρο του ο Δημήτρης Ψαρράς και σημειώνει (ΕΔΩ) με νόημα: «Όρος για μια τέτοια εξέλιξη είναι η ύπαρξη μιας παράταξης (ένα κόμμα ή ένας συνασπισμός κομμάτων) που θα διατηρεί τις συστατικές αρχές της Αριστεράς (ενίσχυση των αδύνατων στρωμάτων, διατήρηση του δημόσιου χαρακτήρα των παροχών υγείας, παιδείας και κοινής ωφέλειας, φιλειρηνικός προσανατολισμός, σεβασμός στα δικαιώματα). Μ’ άλλα λόγια, δεν είναι δυνατόν να υπάρξει απάντηση στον μονόδρομο του κ. Μητσοτάκη αν δεν συγκροτηθεί μια σύγχρονη αριστερή παράταξη που θα έχει στόχο να πείσει τους πολίτες ότι δεν είναι καταδικασμένοι να τους κυβερνά ο Δημητριάδης, ο Πέτσας και ο Αυτιάς».
«Η βάση δεν πιέζει για πόλο, τον προεξοφλεί ως έναν βαθμό μα η όλη εσωτερίκευση των πολλαπλών κρίσεων στο εκλογικό σώμα, δεν διαμορφώνει όρους κοινωνίας πολιτών – ακόμη- που θα επιτάσσει συγκλίσεις», εκτιμά ο Δημήτρης Μανιάτης (ΕΔΩ). «Οι κλαίουσες γραφίδες που μοιρολογούν για την «ανυπαρξία αντιπολίτευσης» φρόντισαν καλά όλα τα προηγούμενα χρόνια γι’ αυτό. Μαζί και οι κυβερνώντες που με το πρώτο ρεπορτάζ κριτικό στα πεπραγμένα τους, αρχίζουν τις συνωμοσιολογίες.Τι άλλο λείπει σήμερα; Μα η ενεργοποίηση εκείνων των προσώπων που και κύρος θα έχουν μεταξύ των χώρων και ένα στοιχειώδες πολιτικό σχέδιο». Ο Δημήτρης Μανιάτης, μάλιστα, τονίζει και κάτι ακόμα, ιδιαίτερα σημαντικό: «Μια συζήτηση με ανταγωνιστικούς όρους θα πρέπει- φαντάζομαι- να ξεκινάει από το πρόγραμμα για την χώρα και να καταλήγει στα πρόσωπα και την διάταξη».
«Σε οποιαδήποτε συζήτηση περί κεντροαριστεράς δεν μπορεί να μετέχει ο «ΣΥΡΙΖΑ του Κασσελάκη» για λόγους αυτοπροστασίας των συνομιλητών του.
Αντιθέτως, η συζήτηση για την κεντροαριστερά είναι επιτακτική ανάγκη για το ΠΑΣΟΚ, την Νέα Αριστερά και άλλες δυνάμεις του ευρύτερου χώρου (πχ το σχήμα του κ. Κόκκαλη), όπως επίσης και πρόσωπα που σήμερα είναι στον ΣΥΡΙΖΑ, παρότι ο γράφων αναρωτιέται πώς τους το επιτρέπει η αξιοπρέπειά τους. Από την άλλη, οι σαρωτικές αλλαγές που ετοιμάζει ο Κασσελάκης αμέσως μετά τις ευρωεκλογές φρονώ πως θα υποχρεώσει κάμποσα στελέχη να αποχωρήσουν. Πρώτος από όλους ο Αλέξης Τσίπρας, ο οποίος αποκλείεται να δώσει περαιτέρω νομιμοποίηση σε όσα, ντροπιαστικά για την ιστορία της αριστεράς, κάνει ο κ. Κασσελάκης», εκτιμά στην παρέμβασή του (ΕΔΩ) ο Ανδρέας Παπαδόπουλος. «Οι ευρωεκλογές θα αποτελέσουν τον καταλύτη για την ανασύνθεση όλου του χώρου. Αν η ανασύνθεση θα οδηγήσει σε συνθετικές καταστάσεις ή σε διαλυτικά φαινόμενα θα εξαρτηθεί αποκλειστικά από τις διαθέσεις των βασικών παικτών της κεντροαριστεράς. Πρωτίστως του κ. Ανδρουλάκη και δευτερευόντως του κ. Χαρίτση. Οψόμεθα», αναφέρει χαρακτηριστικά.
«Αυτό που πολλές φορές ακούγεται στο δημόσιο διάλογο, ότι δηλαδή τα προοδευτικά κόμματα θα κάτσουν σ’ ένα τραπέζι μετά τις Ευρωεκλογές και τα πράγματα θα πάρουν το δρόμο τους δεν είναι ούτε τόσο αυτόματο, ούτε τόσο αυτονόητο. Οι δυσκολίες, οι αποστάσεις και οι αστάθμητες μεταβλητές είναι πολύ περισσότερες προσώρας από όσα συσπειρώνουν, ενώνουν, γεφυρώνουν. Αυτό, βεβαίως δε σημαίνει ότι το παιχνίδι χάθηκε πριν καν ξεκινήσει. Αντίστοιχα εγχειρήματα έχουμε δει και στο παρελθόν. Και τότε ξεπεράστηκαν πολιτικές διαφορές, προσωπικά «εγώ», θεμιτός πολιτικός και κομματικός ανταγωνισμός» επισημαίνει στη δική του ανάλυση (ΕΔΩ) ο Γιώργος Μελιγγώνης- και προσθέτει:. Αρκεί να βρισκόταν η μεγάλη γενεσιουργός δύναμη, που θα έβαζε τα πράγματα στο δρόμο τους. Και αυτή η γενεσιουργός δύναμη, στην περίπτωση μας, δεν μπορεί να είναι άλλη από το πόση δυσφορία, απογοήτευση αλλά και ανισότητες θα συνεχίσει να παράγει από τις Ευρωεκλογές και εξής η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας.