Ενδεικτικό των στρεβλώσεων είναι ότι τρία χρόνια μετά την εφαρμογή του ενιαίου μισθολογίου στο Δημόσιο υπάρχουν πολλές περιπτώσεις στις οποίες υπάλληλοι Υποχρεωτικής, αλλά και Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης αμείβονται πολύ περισσότερο από υπαλλήλους Πανεπιστημιακής ή Τεχνολογικής Εκπαίδευσης, χωρίς αυτό να δικαιολογείται από τη φύση της εργασίας που παρέχουν, εξαιτίας του γεγονότος ότι εξακολουθεί να διατηρείται η προσωπική διαφορά.
Σύμφωνα με την εφημερίδα Δημοκρατία , στους στόχους του υπουργείου Οικονομικών είναι να βελτιωθεί η σχέση μεταξύ εισαγωγικού και καταληκτικού μισθού στον δημόσιο τομέα, έτσι ώστε να προσεγγίσει τον μέσο όρο των χωρών του ΟΟΣΑ, που είναι 1:6 (η σχέση μεταξύ εισαγωγικού μισθού υπαλλήλου ΥΕ με τον γενικό διευθυντή ΠΕ). Σήμερα, στην Ελλάδα της κρίσης, η σχέση αυτή είναι 1:4,2, δηλαδή 780 ευρώ για υπάλληλο ΥΕ και 3.320 ευρώ για γενικό διευθυντή Πανεπιστημιακής Εκπαίδευσης. Ακόμη, κάτι που επιθυμεί και το υπουργείο Διοικητικής Μεταρρύθμισης είναι να συνδεθούν με τον καλύτερο δυνατό τρόπο ο βαθμός ευθύνης, η απόδοση αλλά και τα προσόντα των υπαλλήλων με το ύψος της αμοιβής που λαμβάνουν.
Οι βασικές αλλαγές
Πάντως, αρμόδια στελέχη του υπουργείου Οικονομικών αναφέρουν ότι ακόμα δεν έχουν οριστικοποιηθεί οι αλλαγές, καθώς τα δύο συναρμόδια υπουργεία βρίσκονται σε στενή συνεργασία ώστε να διαπιστώσουν ποιες αλλαγές μπορούν να εφαρμοστούν και ποιες είναι λιγότερο εύκολες διοικητικά να υλοποιηθούν. Οι πυλώνες στους οποίους θα στηριχθεί το νέο ενιαίο μισθολόγιο είναι πέντε:
1. Εισαγωγή επιπλέον μισθολογικού κλιμακίου σε όλους τους βαθμούς για τις εκπαιδευτικές κατηγορίες ΠΕ και ΤΕ, ώστε να ξεπαγώσει το ενιαίο μισθολόγιο (Ν. 4024/2011) και να βελτιωθεί η σχέση μεταξύ εισαγωγικού και καταληκτικού μισθού, χωρίς να χρειάζεται να εφαρμοστούν οι ποσοστώσεις στις προαγωγές, οι οποίες απαιτούν σύστημα αξιολόγησης προσωπικού, το οποίο δεν είναι εφικτό να εφαρμοστεί στην παρούσα φάση.
Η ενέργεια αυτή θα δώσει τη δυνατότητα να δοθεί μια αύξηση στους υπαλλήλους που είναι «παγωμένοι» από το 2012 χωρίς να χρειαστεί να εφαρμοστούν ποσοστώσεις.
2. Αλλαγή του τρόπου πρόσληψης στο Δημόσιο. Τα δύο υπουργεία έχουν επεξεργαστεί σχέδιο που προβλέπει την πρόσληψη για δύο έτη, όπως άλλωστε προβλέπει και ο δημοσιοϋπαλληλικός κώδικας, των υπαλλήλων με αμοιβές ιδιωτικού τομέα (585 ευρώ τον μήνα μεικτά ο κατώτατος μισθός για άνω των 25 ετών και 510 ευρώ για κάτω των 25 ετών). Μετά την πάροδο της διετίας θα αξιολογείται η απόδοσή τους και, εφόσον κρίνονται κατάλληλοι για τη θέση, τότε θα γίνεται κανονική πρόσληψη με αποδοχές δημόσιου τομέα (780 ευρώ μεικτά για ΥΕ χωρίς προϋπηρεσία). Στελέχη του υπουργείου Οικονομικών, ωστόσο, ξεκαθαρίζουν ότι τα 585 ευρώ του ιδιωτικού τομέα, που είναι ενιαίο και ανεξάρτητο από το εάν αυτός που προσλαμβάνεται είναι ΥΕ ή ΠΕ, στο Δημόσιο θα είναι 684 για τον ΥΕ, καθώς το 585 του ιδιωτικού πολλαπλασιάζεται επί 14 μήνες και διαιρείται διά 12. Επιπλέον, υψηλότερος θα είναι ο μισθός για τους ΔΕ, ΤΕ και ΠΕ, αν και πλέον δεν προσλαμβάνονται ΥΕ και ΔΕ.
3. Αύξηση κατά 20% των επιδομάτων θέσης ευθύνης που προβλέπονται από το ενιαίο μισθολόγιο, με εξαίρεση αυτά των προϊσταμένων τμημάτων διοίκησης και όσων εξομοιώνονται με αυτούς που αυξάνονται κατά 40%, καθώς και των προϊσταμένων διεύθυνσης διοίκησης και όσων εξομοιώνονται με αυτούς που αυξάνονται κατά 30%. Το επίδομα θέσης ευθύνης του γενικού διευθυντή αυξάνεται στα 1.000 ευρώ τον μήνα από 900 ευρώ που είναι σήμερα.
4. «Ξεπάγωμα» των μισθολογικών προαγωγών. Στο πλαίσιο του περιορισμού της μισθολογικής δαπάνης είχε αποφασιστεί το «πάγωμα» των ωριμάνσεων. Πλέον η κυβέρνηση θέλει να επαναφέρει το σύστημα σε φυσιολογική ροή.
5. Κατάργηση της υπερβάλλουσας μείωσης (βλέπε ένθετο 2). Το ετήσιο κόστος της προσωπικής διαφοράς αγγίζει τα 220.000.000 ευρώ, εκ των οποίων πάνω από τα 140.000.000 ευρώ αφορούν υπαλλήλους του υπουργείου Οικονομικών. Συνολικά την προσωπική διαφορά λαμβάνουν περίπου 70.000 υπάλληλοι. Σε αυτούς, εκτός του υπουργείου Οικονομικών, περιλαμβάνονται υπάλληλοι των ΟΤΑ α΄ και β΄ βαθμού, καθώς και του υπουργείου Δικαιοσύνης.
Ολα τα παραπάνω θα λειτουργήσουν συνδυαστικά. Για παράδειγμα, κάποιος που θα χάσει την υπερβάλλουσα μείωση θα λάβει αύξηση λόγω της μισθολογικής προαγωγής του, οπότε οι απώλειές του θα είναι μικρότερες. Επίσης, στόχος είναι να ξεκινήσει η εφαρμογή της καταβολής του κινήτρου απόδοσης για όσους επιτυγχάνουν τους στόχους τους, οπότε θα μειωθούν περαιτέρω οι απώλειες ορισμένων υπάλληλων.
Τα σενάρια
Στο πλαίσιο των αλλαγών αυτών, τα υπουργεία Οικονομικών και Μεταρρύθμισης εξετάζουν πολλά σενάρια. Σύμφωνα με πληροφορίες, η κυβέρνηση επιδιώκει να προωθήσει:
- Την αύξηση του ελάχιστου χρόνου παραμονής στα μισθολογικά κλιμάκια κατά δύο έτη για τους υπαλλήλους ΔΕ και ΥΕ. Με τον τρόπο αυτόν θα παραμένουν για περισσότερο καιρό στο ίδιο κλιμάκιο οι εν λόγω υπάλληλοι και αυτομάτως θα διευρύνεται η μισθολογική διαφορά τους με τους υπαλλήλους ΠΕ και ΤΕ.
- Την περικοπή των μη μισθολογικών παροχών. Ηδη έχουν εντοπιστεί δεκάδες περιπτώσεις σε όλα τα υπουργεία, στις οποίες οι υπάλληλοι έχουν παροχές που κοστίζουν στον Προϋπολογισμό. Σε αυτές περιλαμβάνονται, μεταξύ άλλων, οι δαπάνες για θέρετρα, μεταφορές, σίτιση, παιδικούς σταθμούς και κατασκηνώσεις. Πρόθεση είναι να περικοπούν αρκετές και άλλες να καταργηθούν.
- Την αναγνώριση της προϋπηρεσίας από τον ιδιωτικό τομέα. Τα δύο υπουργεία θέλουν να προχωρήσει αυτό το μέτρο, ώστε να υπάρχει ένα έξτρα κίνητρο για τους υπαλλήλους του ιδιωτικού τομέα να εργαστούν στο Δημόσιο και να προσφέρουν σε τεχνογνωσία και όχι μόνο. Ωστόσο, οι αρμόδιες υπηρεσίες έχουν προειδοποιήσει ότι πρόκειται για ένα μέτρο το οποίο έχει μεγάλη γραφειοκρατία και δύσκολα μπορεί να εφαρμοστεί σε αυτή τη φάση.
Εχασαν το 40% των αποδοχών στα χρόνια της κρίσης
Πάνω από το ένα τρίτο των ετήσιων αποδοχών τους έχουν χάσει οι δημόσιοι υπάλληλοι από την αρχή της κρίσης έως σήμερα, ενώ, όπως προκύπτει από τα επίσημα στοιχεία, τις μεγαλύτερες ποσοστιαίες απώλειες έχουν καταγράψει οι χαμηλόμισθοι.
Τα υπουργεία Διοικητικής Μεταρρύθμισης και Οικονομικών έχουν εκπονήσει πολυσέλιδη μελέτη για το τι έχει γίνει τα τελευταία χρόνια στον δημόσιο τομέα. Σύμφωνα με τα ευρήματα των δύο υπουργείων, η μέση σωρευτική μείωση των ετήσιων τακτικών αποδοχών των υπαλλήλων, που αμείβονται μέσω του ενιαίου μισθολογίου, φτάνει έως και το 38% για το διάστημα από το 2009 έως και σήμερα.
Μάλιστα, για να προκύψει αυτή η σημαντική μείωση των αποδοχών των υπαλλήλων, έχουν απαιτηθεί τέσσερις διαφορετικοί νόμοι που υιοθετήθηκαν εντός τριών ετών (το 2011 ψηφίστηκαν δύο νόμοι περικοπής αποδοχών). Από τα στοιχεία της εν λόγω μελέτης για το τι έχει συμβεί έως τώρα προκύπτουν τρία συμπεράσματα:
1. Σε γενικές γραμμές η μέση ποσοστιαία μείωση των ετήσιων αποδοχών των υπαλλήλων ήταν σχεδόν παρόμοια μεταξύ των διάφορων υπουργείων. Τη μεγαλύτερη μέση περικοπή υπέστησαν οι εργαζόμενοι στο υπουργείο Οικονομικών, καθώς στο διάστημα 31 Δεκεμβρίου 2009 με 1η Ιανουαρίου 2013 οι απώλειές τους έφτασαν στο 38%. Ακολούθησαν οι υπάλληλοι των υπουργείων Ανάπτυξης και Δικαιοσύνης με περικοπή της τάξης του 35%, του Διοικητικής Μεταρρύθμισης με 34%, ενώ σε καλύτερη θέση βρέθηκαν εκείνοι που εργάζονται στα υπουργεία Πολιτισμού και Παιδείας (κυρίως εκπαιδευτικοί), καθώς οι απώλειές τους περιορίστηκαν κατά ένα τέταρτο των αρχικών αποδοχών τους (25%).
2. Με εξαίρεση τους υπαλλήλους του υπουργείου Οικονομικών, καταγράφεται αισθητή διαφορά στις ποσοστιαίες μειώσεις των ετήσιων αποδοχών των χαμηλόμισθων έναντι των υψηλόμισθων. Οπως προκύπτει από τα σχετικά στοιχεία, στο υπουργείο Πολιτισμού ένας υπάλληλος Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης (ΔΕ) με πέντε έτη προϋπηρεσία έχασε το 35% των αποδοχών του, ενώ στο ίδιο υπουργείο ένας υπάλληλος πανεπιστημιακής εκπαίδευσης (ΠΕ) με 29 χρόνια προϋπηρεσίας απώλεσε το 13%.
Παρόμοια είναι τα ποσοστά και για τους εκπαιδευτικούς, ενώ η διαφορά είναι μικρότερης κλίμακας, αλλά αισθητή, στα υπόλοιπα υπουργεία. Για παράδειγμα, στο υπουργείο Δικαιοσύνης ο ΔΕ υπάλληλος με πέντε χρόνια προϋπηρεσία έχασε το 38% των αποδοχών του, ενώ ο ΠΕ υπάλληλος με 29 έτη προϋπηρεσίας το 25%.
3. Η διαφορά στις μειώσεις μεταξύ των υπαλλήλων που αμείβονται μέσω του ενιαίου μισθολογίου και εκείνων που υπάγονται σε ειδικά μισθολόγια είναι μεγάλη και ειδικά στις περιπτώσεις όπου η Δικαιοσύνη έχει εκδώσει αποφάσεις για αποκατάσταση μέρους των απωλειών τους. Ετσι, μετά την εφαρμογή των δικαστικών αποφάσεων οι απώλειες των δικαστικών λειτουργών την περίοδο 31 Δεκεμβρίου 2009 - 1η Ιανουαρίου 2014 έχουν περιοριστεί στο 21%, ενώ στην άσκηση εργασίας που προβλέπει ότι οι ένστολοι θα αποκατασταθούν βάσει των πρόσφατων δικαστικών αποφάσεων οι απώλειές τους θα ανέλθουν στο 18% για εκείνους του υπουργείου Εθνικής Αμυνας και στο 14% για εκείνους του υπουργείου Προστασίας του Πολίτη.
Αξίζει, πάντως, να σημειωθεί ότι το μέσο κόστος ανά υπάλληλο που αμείβεται μέσω του ενιαίου μισθολογίου ανέρχεται πλέον στα 1.554 ευρώ, ενώ το αντίστοιχο ποσό για εκείνους που υπάγονται σε ειδικά μισθολόγια είναι 1.798 ευρώ. Σε ό,τι αφορά τα ειδικά μισθολόγια και με αφορμή τις πρόσφατες δικαστικές αποφάσεις, τα αρμόδια υπουργεία εξετάζουν αυτή την περίοδο τι ισχύει στις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες με τα δικά τους ειδικά μισθολόγια, ώστε να προσαρμοστεί η Ελλάδα στην ευρωπαϊκή πραγματικότητα.
Ενιαίο μόνο στα... λόγια!
Μπορεί υπάλληλος Υποχρεωτικής Εκπαίδευσης στην κεντρική υπηρεσία του υπουργείου Οικονομικών να έχει προσωπική διαφορά μεγαλύτερη από τον μισθό του νεοδιοριζόμενου καθηγητή; Μπορεί ο μέσος μισθός υπαλλήλων του ίδιου υπουργείου να είναι μεγαλύτερος από τον μέσο μισθό υπαλλήλων Πανεπιστημιακής Εκπαίδευσης σε όλα τα άλλα υπουργεία; Κι όμως μπορεί. Στα χρόνια της οικονομικής κρίσης και του δήθεν ενιαίου μισθολογίου υπάρχουν χιλιάδες υπάλληλοι -κυρίως του υπουργείου Οικονομικών- που απολαμβάνουν προσωπικές διαφορές (η αμοιβή των υπαλλήλων πάνω από τα προβλεπόμενα στο ενιαίο μισθολόγιο), που σε ορισμένες μεμονωμένες περιπτώσεις ξεπερνούν και τα 1.000 ευρώ τον μήνα!
Αλλο παράδειγμα. Ενας διοικητικός υπάλληλος Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης, άγαμος, που εργάζεται στο υπουργείο Παιδείας, ύστερα από 17 χρόνια λαμβάνει περίπου 1.395 ευρώ, αν υπολογιστούν στον βασικό μισθό τα επιδόματα που λαμβάνει: προσωπική διαφορά 142 ευρώ, ειδική παροχή 85 ευρώ και κίνητρο απόδοσης περίπου 30 ευρώ. Αντίστοιχα, ένας συνάδελφός του στο υπουργείο Οικονομικών παίρνει επιπλέον του βασικού 850 ευρώ.
Ακόμη, υπάλληλος Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης του υπουργείου Οικονομικών που βρίσκεται στον βαθμό και μισθολογικό κλιμάκιο Γ3 (2.256 ευρώ μέσος όρος μεικτών μηνιαίων αποδοχών) λαμβάνει περισσότερα περίπου 467 ευρώ από έναν υπάλληλο Πανεπιστημιακής Εκπαίδευσης που εργάζεται στο υπουργείο Υγείας και βρίσκεται στον ίδιο βαθμό και μισθολογικό κλιμάκιο (Γ3), που λαμβάνει κατά μέσο όρο, 1.789 ευρώ μεικτές μηνιαίες αποδοχές.
Η καταγραφή δε αυτών των στρεβλώσεων δείχνει ότι η προσωπική διαφορά αφορά κυρίως υπαλλήλους Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης τόσο σε όρους ανθρώπινου δυναμικού όσο και σε χρηματικούς όρους.
πηγη:Δημοκρατία