Έκθεση Αξιολογήσεως, όπως προβλέπεται συντάσσεται για όλους τους Εφημερίους και τους Διακόνους, καθώς επίσης και για τους Ιεροκήρυκες που κατέχουν εφημεριακή θέση. Παράλληλα αξιολόγηση συντάσσεται και για τους εκκλησιαστικούς υπαλλήλους.
Η Έκθεση Αξιολογήσεως συντάσσεται εντός του πρώτου τριμήνου εκάστου έτους, αφορά στην κατά το παρελθόν έτος αποτύπωση της διακονίας του εφημερίου, ιεροκήρυκος ή διακόνου, και χρησιμεύει αποκλειστικώς στην απόφαση του Μητροπολιτικού Συμβουλίου
Ως πρώτος αξιολογητής ορίζεται, ο Αρχιερατικός Επίτροπος της περιφερείας, όπου διακονεί ο Κληρικός. Ως δεύτερος αξιολογητής ορίζεται από τον Κανονισμό ο Πρωτοσύγκελλος ή ο Γενικός Αρχιερατικός Επίτροπος της οικείας Ιεράς Μητροπόλεως
Σε περίπτωση κατά την οποία, για οποιονδήποτε λόγο,δεν είναι δυνατός ο προσδιορισμός του πρώτου ή του δεύτερου αξιολογητή, ή και των δύο, κατά τις πρόνοιες του ανωτέρω Κανονισμού, είτε επειδή δεν υφίστανται Αρχιερατικοί Επίτροποι, είτε επειδή ο οικείος Μητροπολίτης δεν έχει διορίσει Πρωτοσύγκελλο ή Γενικό Αρχιερατικό Επίτροπο, είτε επειδή ο κρινόμενος είναι ο ίδιος ο Πρωτο−
σύγκελλος ή ο Γενικός Αρχιερατικός Επίτροπος η κάποιος από τους Αρχιερατικούς Επιτρόπους, είτε επειδή κατά τις γενικές αρχές του Διοικητικού Δικαίου υφίστανται βάσιμες
υπόνοιες μεροληψίας εκ μέρους κάποιου αξιολογητή και αυτός πρέπει να εξαιρεθεί, τότε ως αξιολογητής ορίζεται με πράξη του Μητροπολίτου Κληρικός, ο οποίος παρέχει
ηυξημένα εχέγγυα δικαίας αντιμετωπίσεως των Κληρικών, κατά κρίσιν αγαθού ανδρός. Υπ’ αυτή την έννοια τεκμαίρονται π.χ. οι δύο Κληρικοί−μέλη του Επισκοπικού Δικαστηρίου της οικείας Ιεράς Μητροπόλεως ή οι δύο Εφημέριοι−μέλη του Μητροπολιτικού Συμβουλίου.
Το πρώτο μέρος της Εκθέσεως Αξιολογήσεως συντάσσεται από τον ίδιο τον αξιολογούμενο Κληρικό. Και τούτο διότι ο αξιολογούμενος Κληρικός δεν αποτελεί μόνον το αντικείμενο της αξιολογήσεως, αλλά συμμετέχει σ’ αυτήν εκφέροντας τον δικό του λόγο και καταθέτοντας τη δική του άποψη. Έτσι, εκπληρώνεται και η συνταγματική επιταγή περί προηγουμένης ακροάσεως του διοικουμένου
Κατόπιν ο Κληρικός καλείται να περιγράψει: α) τα καθήκοντά του κατά τον χρόνο της Αξιολογήσεως (δηλαδή κατά το παρελθόν έτος) καθώς και την ανταπόκρισή του σε αυτά, β) τις δυσκολίες τις οποίες αντιμετώπισε κατά την ενάσκηση των καθηκόντων του, και γ) την τυχόν επιμόρφωσή του, η οποία πραγματοποιήθηκε κατά την υπό αξιολόγηση περίοδο, είτε από πιστοποιημένους φορείς
είτε από Συνέδρια, επιμορφωτικά Προγράμματα κ.λπ.
Προσωπικοί χαρακτηρισμοί η εκτιμήσεις δέον όπως αποφεύγονται. Η βαθμολογία πρέπει να είναι αντικειμενική, προσεκτική και με μεγάλη διάκριση εκ μέρους των αξιολογητών. Δεν είναι δυνατόν να βαθμολογούνται όλοι με την ίδια βαθμολογία, διότι με τον τρόπο αυτό αδικούνται οι εργατικοί και επαναπαύονται οι ράθυμοι.
Ο βαθμολογητής οφείλει να λαμβάνει υπόψη του ότι η αξιολόγηση Κληρικού είναι εξ ορισμού δύσκολη, και τούτο διότι υφίστανται τμήματα της ποιμαντικής διακονίας εξ αρχής απόρρητα, ή καλυπτόμενα από την αναγκαία διάκριση, ώστε να μη καθίστανται εμφανή (π.χ. το απόρρητο της Εξομολογήσεως, η προστασία προσωπικών δεδομένων των βοηθουμένων από τις προνοιακές δρα−
στηριότητες της Εκκλησίας). Εν όψει αυτού, η αξιολόγηση απαιτεί διάκριση, αντικειμενικότητα και σφαιρικότητα.
Το πρώτο, το οποίο βαθμολογείται, είναι η απόδοση του Κληρικού στα Γενικά Εφημεριακά Καθήκοντα, συνδεόμενη άμεσα με την κατάρτιση αυτού, νοούμενη όχι μόνον ως απόκτηση τίτλων σπουδών, αλλά κυρίως ως γνώση και βίωση της εκκλησιαστικής εμπειρίας
Δεύτερο στοιχείο βαθμολογήσεως είναι η ποιμαντική διακονία, όπως αυτή διαπιστώνεται στην πράξη (Ειδικά Εφημεριακά καθήκοντα).
Σημαντικό στοιχείο του «αλιέως των ανθρώπων» είναι η προσεγμένη, φιλάδελφη και πνευματική συμπεριφορά.
Περί της αξιολογήσεως των εκκλησιαστικών υπαλλήλων
Όλοι οι τακτικοί και οι επί συμβάσει εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου λαϊκοί εκκλησιαστικοί υπάλληλοι των Ν.Π.Δ.Δ. υπόκεινται κατ’ έτος σε αξιολόγηση του κατά το παρελθόν έτος έργου, της επιδόσεως και των λοιπών ουσιαστικών προσόντων αυτών.
Μέχρι της συντάξεως ειδικού δια τους εκκλησιαστικούς υπαλλήλους εντύπου Εκθέσεως Αξιολογήσεως, εφαρμόζονται τα υποδείγματα και οι κανόνες του Π.Δ.
1992, ως ειδικότερα ορίζονται στην παρούσα.
Την αξιολόγηση ενεργεί ένας αξιολογητής, ο προϊστάμενος εκάστου Ν.Π.Δ.Δ., ήτοι:
α. Στην Ιερά Αρχιεπισκοπή Αθηνών και στις Ιερές Μητροπόλεις, ο Αρχιεπίσκοπος, ο οικείος Μητροπολίτης η ο νόμιμος αναπληρωτής αυτού.
β. Στην Ιερά Σύνοδο της Εκκλησίας της Ελλάδος ο Αρχιγραμματεύς Αυτής.
γ. Στην Αποστολική Διακονία, στο Διορθόδοξο Κέντρο της Εκκλησίας της Ελλάδος, και στα λοιπά εκκλησιαστικά Ν.Π.Δ.Δ., οι Γενικοί Διευθυντές αυτών.
Η προθεσμία για την αξιολόγηση των εκκλησιαστικά) υπαλλήλων παρατείνεται για το τρέχον έτος έως την 31.3.2015.