Από την 1η Ιουνίου θα προκύψει αύξηση της τάξης της μίας ποσοστιαίας μονάδας και θα επιμεριστεί εξίσου σε εργοδότες και σε εργαζόμενους.
Αυτό σημαίνει ότι από το 3+3% που είναι σήμερα, θα αυξηθεί στο 3,5 + 3,5%. Η αύξηση θα διατηρηθεί έως 31.5.2019 και μετά θα ακολουθήσει μια τριετία μικρής υποχώρησης, κατά μισή ποσοστιαία μονάδα, έτσι ώστε το 2022 να επιστρέψει στα σημερινά επίπεδα.
Παράλληλα, από τη δημοσίευση του παρόντος νόμου, το συνολικό ποσοστό εισφοράς κύριας σύνταξης ασφαλισμένου μισθωτού και εργοδότη ορίζεται σε 20% επί των πάσης φύσεως αποδοχών των εργαζομένων. Κατανέμεται κατά 6,67% σε βάρος των ασφαλισμένων και κατά 13,33% σε βάρος των εργοδοτών. Από την 1.1.2017 το ποσοστό αυτό ισχύει και για το Δημόσιο και τα Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου. Από 1.1.2017 επίσης, το ποσοστό της μηνιαίας ασφαλιστικής εισφοράς για τον κλάδο κύριας σύνταξης, που καταβάλλουν τα πρόσωπα, τα οποία υπάγονται στην ασφάλιση του Ο.Α.Ε.Ε, ανέρχεται μηνιαίως σε ποσοστό 20%. Κλιμακωτή είναι η αύξηση για τους αγρότες, μέχρι το 2022, που και εκεί η εισφορά θα ανέλθει στο 20%. Πιο συγκεκριμένα, από 1.7.2015 έως 31.12.2016 το ύψος της μηνιαίας ασφαλιστικής εισφοράς κλάδου κύριας σύνταξης αυξάνεται κατά 3 ποσοστιαίες μονάδες και διαμορφώνεται σε ποσοστό 10%.
Από 1.1.2017 και εφεξής οι υφιστάμενες ασφαλιστικές κατηγορίες καταργούνται και το ποσό της μηνιαίας ασφαλιστικής εισφοράς υπολογίζεται ως ποσοστό επί του φορολογητέου εισοδήματος, αναγόμενο σε μηνιαία βάση. Το κατώτατο ασφαλιστέο μηνιαίο εισόδημα ορίζεται ως το ποσό που αναλογεί στο 70% του εκάστοτε προβλεπόμενου κατώτατου βασικού μισθού άγαμου μισθωτού άνω των 25 ετών.
Από 1.1.2017 και έως 31.12.2017 το ποσοστό των μηνιαίων ασφαλιστικών εισφορών επί του φορολογητέου εισοδήματος διαμορφώνεται σε 14%. Για το διάστημα από 1.1.2018 και έως 31.12.2018 το ύψος της μηνιαίας ασφαλιστικής εισφοράς ανέρχεται σε ποσοστό 16%, από 1.1.2019 και έως 31.12.2019 αυξάνεται σε ποσοστό 18%, από 1.1.2020 και έως 31.12.2020 φτάνει σε ποσοστό 19%, από 1.1.2021 και έως 31.12.2021 διαμορφώνεται σε ποσοστό 19.5% και από 1.1.2022 και μετά καταλήγει στο τελικό ποσοστό 20%.
Ειδικά για τους δικηγόρους, υπέρ του ΕΦΚΑ καταβάλλεται ποσοστό 20% επί της ελάχιστης αμοιβής ανά δικηγορική πράξη ή παράσταση, για την οποία προβλέπεται από την κείμενη νομοθεσία έκδοση γραμματίου προείσπραξης.
Αξίζει να σημειωθεί ότι από τη δημοσίευση του νόμου, ξεκινάει και η διαδικασία περικοπής των επικουρικών συντάξεων, για συντάξιμες αποδοχές άνω των 1.300 ευρώ. Υπολογίζεται ότι θα υποστούν μειώσεις περίπου το 10% των συνταξιούχων, δηλαδή έως 260.000 άτομα. Επίσης, για τον υπολογισμό των εφάπαξ βοηθημάτων, τίθεται σε ισχύ ο νέος μαθηματικός τύπος άμεσα, δηλαδή από την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου, που οδηγεί σε περικοπές έως 30%. Τονίζεται όμως ότι θα προκύψουν υπουργικές αποφάσεις, μετά από προτάσεις του ΔΣ του ΕΦΚΑ, δηλαδή από την 1.1.2017 και μετά, για τυχόν προβλήματα που μπορεί να ανακύψουν στην εφαρμογή του νέου μαθηματικού τύπου.