Η συζήτηση σήμερα θα διεξαχθεί σε επίπεδο τεχνικών κλιμακίων, έτσι ώστε να υπάρξει καλύτερη αποτίμηση των προτάσεων της ελληνικής πλευράς. Σε αυτή τη φάση, φαίνεται ότι η κυβέρνηση επιδιώκει να πετύχει τα όποια μέτρα για το φορολογικό να τεθούν εν ισχύ μετά το 2019 και για το Ασφαλιστικό, από το 2020 και μετά. Τα όποια μέτρα συμφωνηθούν η ελληνική πλευρά προτιμά να παρθούν σταδιακά έως το 2023 ή το 2025 καλύτερα. Η επιδίωξη αυτή προσκρούει στις απαιτήσεις του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου (ΔΝΤ), το οποίο επιμένει για ολοκληρωτική εφαρμογή των μέτρων το 2020.
Σε κάθε περίπτωση, το ΔΝΤ επιμένει για μέτρα της τάξης του 1% του ΑΕΠ για το Ασφαλιστικό και άλλο 1% του ΑΕΠ για το φορολογικό, φτάνοντας τον τελικό «λογαριασμό» στα 3,6 δισ. ευρώ τουλάχιστον. Τα ζητήματα της σταδιακής κατάργησης της προσωπικής διαφοράς, που θα σημαίνει αντίστοιχη μείωση στις κύριες συντάξεις, αλλά και της κατάργησης των εκπτώσεων στις εισφορές που καταβάλλουν οι επιστήμονες και οι αγρότες, βρίσκονται στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων. Όμως η ελληνική πλευρά εκτιμά ότι μπορεί να αξιοποιηθούν θετικά και τα στοιχεία που δείχνουν αύξηση της περιουσίας των Ταμείων, που θα αποφέρει ανάλογη αύξηση στα έσοδά τους.
Ξεχωριστό ενδιαφέρον στη διαπραγμάτευση έχει ο έλεγχος που θα γίνει από τους θεσμούς, της αποδοτικότητας του νόμου Κατρούγκαλου. Ειδικά στο σκέλος των ασφαλιστικών εισφορών, οι καθυστερήσεις που έχουν προκύψει, ασφαλώς και επιδρούν αρνητικά στις συζητήσεις, αφού τροφοδοτούν κλίμα για να απαιτηθούν ακόμα περισσότερα μέτρα προσαρμογής. «Γκρίνια» προκαλεί και η αδυναμία της ΕΛΣΤΑΤ να ορίσει τον αλγόριθμο, βάσει του οποίου θα καθορίζονται οι μισθοί και θα υπολογίζονται εφεξής οι νέες συντάξεις. Η πρόταση της ελληνικής πλευράς που χρίζει έγκρισης από τους εκπροσώπους των θεσμών, θέλει να αντικατασταθεί ο συγκεκριμένος μαθηματικός τύπος, με το Δείκτη Τιμών Καταναλωτή και να κατατίθεται σχετική τροπολογία στη Βουλή, άμεσα.
Σήμερα εξάλλου, σειρά στις διαπραγματεύσεις παίρνει η αναπληρώτρια υπουργός Εργασίας, κ. Ράνια Αντωνοπούλου, η οποία θα συναντηθεί με τους θεσμούς για να συζητήσουν τις ενεργητικές πολιτικές απασχόλησης. Έμφαση αναμένεται να δοθεί στην πρόταση της ελληνικής πλευρά για σύναψη δανείου με την Παγκόσμια Τράπεζα, ύψους έως 3 δισ. ευρώ, έτσι ώστε να προκύψουν 100.000 νέες θέσεις εργασίας.