Σε εγκύκλιο του Ενιαίου Φορέα Κοινωνικής Ασφάλισης (ΕΦΚΑ) ορίζεται ότι «με την άσκηση του δικαιώματος επισχέσεως ο εργαζόμενος απαλλάσσεται από την υποχρέωση παροχής εργασίας. Επειδή για τη μη παροχή εργασίας κατά τη διάρκεια της επισχέσεως υπαίτιος είναι ο εργοδότης, για το λόγο αυτό περιέρχεται ο εργοδότης σε υπερημερία και οφείλει αποδοχές υπερημερίας. Η υπερημερία του εργοδότη μπορεί να διακοπεί με καταγγελία της συμβάσεως. Το δικαίωμα αυτό ασκείται με σαφή δήλωση του μισθωτού προς τον εργοδότη. Μπορεί μάλιστα να ασκείται ομαδικώς από περισσότερους μισθωτούς, με κοινή δήλωση, οι οποίοι έχουν ληξιπρόθεσμες αξιώσεις κατά του εργοδότη. Η ομαδική άσκηση του δικαιώματος επισχέσεως διαφέρει από την άσκηση του δικαιώματος απεργίας».
Στην εγκύκλιο επισημαίνει απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας (ΣτΕ) όπου ο εργαζόμενος μπορεί να προχωρήσει σε επίσχεση εργασίας εάν του οφείλονται αποδοχές «από τις οποίες θα προκύψουν οι ανταποδοτικές της ασφάλισης εισφορές. Τέτοιες περιπτώσεις συνιστούν, μεταξύ άλλων, η υπερημερία του εργοδότη να αποδεχθεί την προσφερόμενη πράγματι εργασία για λόγους που αφορούν αυτόν και δεν οφείλονται σε ανώτερη βία ( π.χ. πτώχευση)». Στην περίπτωση αυτή «ο εργαζόμενος έχει τη δυνατότητα να επισχέσει την παροχή που οφείλει στον εργοδότη δηλ. να αρνηθεί να εκτελέσει την εργασία που συμφωνήθηκε για να εξασφαλίσει με αυτόν τον τρόπο την ικανοποίηση των ληξιπρόθεσμων απαιτήσεών του κατά του εργοδότη και ιδιαίτερα τη πληρωμή των οφειλόμενων και καθυστερούμενων μισθών».
Στην ίδια εγκύκλιο, γίνεται αναφορά σε γνωμοδότηση του Νομικού Συμβούλου του τ. ΙΚΑ-ΕΤΑΜ, η οποία τονίζει ότι «σε περίπτωση επίσχεσης εργασίας και εφόσον αυτή ασκήθηκε νόμιμα, συνεχίζεται η ασφάλιση των μισθωτών, όχι όμως για χρονικό διάστημα πέρα του ευλόγου, κατά το οποίο οφείλονται και αποδοχές. Το χρονικό αυτό διάστημα προσδιορίζεται κάθε φορά με βάση τις αρχές της «καλής πίστης» και των «χρηστών συναλλακτικών ηθών » κατά τα άρθρα 200 και 288 του Αστικού Κώδικα και σε κάθε περίπτωση (εφόσον δεν υπάρχει δικαστική απόφαση) δεν μπορεί να επεκταθεί πέρα του μηνός από τη διακοπή της απασχόλησης. Ο μήνας αυτός θεωρείται ως ένας εύλογος χρόνος εξαναγκασμού του εργοδότη να συμμορφωθεί ως προς τις υποχρεώσεις του».
Με νεότερη γνωμοδότηση του Ν.Σ.Κ. όμως έγινε αποδεκτό ότι, «εφόσον η επίσχεση εργασίας είναι νόμιμη, η ασφάλιση συνεχίζεται, προσδιοριζόμενη με βάση τα στοιχεία των ασφαλιστικών οργάνων, όχι όμως πέραν του εύλογου χρόνου διάρκειας αυτής, κατά τον οποίο οφείλονται αποδοχές, ο οποίος (εύλογος χρόνος) δεν είναι δυνατό να υπερβεί τους πέντε μήνες, εκτός εάν προσκομισθεί αντίθετη δικαστική Απόφαση για μη λύση της εργασιακής σχέσης και συνέχιση της επίσχεσης και πέραν του πενταμήνου αυτού».
Αυτό σημαίνει ότι ο χρόνος νόμιμης ασφάλισης για περιπτώσεις επίσχεσης εργασίας αυξάνεται από τον έναν, στους πέντε μήνες.
Στην εγκύκλιο περιγράφονται και οι προϋποθέσεις νόμιμης επίσχεσης εργασίας οι οποίες είναι: • Η ύπαρξη ενεργούς και έγκυρης εργασιακής σύμβασης εργασίας (δηλ. να μην έχει καταγγελθεί νόμιμα).
• Η ύπαρξη απαιτητής ή ληξιπρόθεσμης αξίωσης του μισθωτού η οποία θα πρέπει να είναι συναφής προς την οφειλή και να στρέφεται κατά του προσώπου του εργοδότη. • Να δηλώνεται ρητώς και σαφώς (γραπτώς ή προφορικώς, εγκαίρως) ότι ο εργαζόμενος αρνείται να παρέχει τις υπηρεσίες του μέχρι να εκπληρώσει ο εργοδότης την υποχρέωση που τον βαρύνει. Η δήλωση του μισθωτού ότι ασκεί το δικαίωμα της επίσχεσης είναι βασικότατη και πρέπει να είναι σαφής εξώδικη έγγραφη δήλωση επίσχεσης η οποία πρέπει να περιέλθει σε γνώση του εργοδότη.
• Να ασκείται εντός των ορίων της καλής πίστης, των χρηστών και συναλλακτικών ηθών και του κοινωνικοοικονομικού σκοπού του δικαιώματος, διαφορετικά ασκείται καταχρηστικά (άρθρο 281 Α.Κ.).