Ουσιαστικά, με τον τρόπο αυτό η διοίκηση του Οργανισμού βελτιώνει κατά 10 ποσοστιαίες μονάδες το όριο, αφού έως τώρα ίσχυε το 50%, ενώ από εδώ και στο εξής θα ισχύει το 40%. Το κρίσιμο σημείο είναι η εξέταση συνταξιοδοτικού αιτήματος λόγω αναπηρίας σε νέους ασφαλισμένους.
Εκεί θα πρέπει να διαπιστώνονται τα εξής: Εάν πρόκειται για περίπτωση βαριάς αναπηρίας, θα απαιτείται ποσοστό επιδείνωσης μεγαλύτερο ή ίσο του 32%. Αντίστοιχα, για αναπηρία έως 67% απαιτείται ποσοστό επιδείνωσης μεγαλύτερο ή ίσο του 27% και για μερική αναπηρία 50%, απαιτείται ποσοστό επιδείνωσης μεγαλύτερο ή ίσο του 20% Εξαίρεση αποτελούν οι παθήσεις που οφείλονται κατά κύριο λόγο σε ψυχιατρικά αίτια, για τις οποίες δεν εξετάζεται η προϋπάρχουσα αναπηρία.
Στην εγκύκλιο αναλύεται η παραπάνω απόφαση με τα εξής παραδείγματα προσδιορισμού της αναπηρίας:
α) Έστω συνολικό ποσοστό αναπηρίας 85% (βαθμίδα αναπηρίας 80%) με ποσοστό επιδείνωσης 50% σε σχέση με την προϋπάρχουσα. Διαπιστώνουμε ότι το ποσοστό επιδείνωσης είναι μεγαλύτερο του 40% της κατά περίπτωση αναπηρίας (32%), επομένως ο ασφαλισμένος πληροί την προϋπόθεση της αναπηρίας (βαριά αναπηρία)
β) Έστω συνολικό ποσοστό αναπηρίας 70% (βαθμίδα αναπηρίας 67%) με ποσοστό επιδείνωσης 20% σε σχέση με την προϋπάρχουσα. Διαπιστώνουμε ότι το ποσοστό επιδείνωσης είναι μικρότερο του 40% της κατά περίπτωση αναπηρίας (27%), επομένως ο ασφαλισμένος δεν πληροί την προϋπόθεση της αναπηρίας, για συνταξιοδότηση με 67%. γ) Ωστόσο, το ποσοστό επιδείνωσης υπερκαλύπτει το 40% της μερικής αναπηρίας (20%) επομένως, ο ασφαλισμένος θεωρείται μερικά ανάπηρος και μπορεί να συνταξιοδοτηθεί στη βαθμίδα της μερικής αναπηρίας