Πρόκειται για τη διαδικασία εκείνη, που θα βοηθήσει ώστε να μην υποστούν περικοπές οι ήδη καταβαλλόμενες συντάξεις, στην περίπτωση που κάτι τέτοιο «υποδεικνύει» το νέο ποσοστό αναπλήρωσης που θα θεσπιστεί ανά περίπτωση. Ουσιαστικά, η προσωπική διαφορά, θα αποτελεί μια «νέα σχέση», μεταξύ πολιτείας και συνταξιούχου, που θα στηρίζεται στην αποδοχή και από τα δύο μέρη, της σύνταξης που καταβάλλεται σήμερα. Το δεδομένο αυτό, θα ισχύει ανεξάρτητα από το ποσό της σύνταξης, που θα υποδεικνύει το νέο ποσοστό αναπλήρωσης που πρόκειται να θεσμοθετηθεί.
Επί της ουσίας, εάν υποθέσουμε ότι ένας συνταξιούχος, λαμβάνει σήμερα 1.200 ευρώ σύνταξη, αλλά μετά τον επανακαθορισμό του ποσοστού αναπλήρωσης, η σύνταξή του θα έπρεπε να υποχωρήσει στα 1.000 ευρώ, αυτή η μείωση, δεν θα πραγματοποιηθεί στην πράξη. Απλώς θα καταγράφεται και, όταν στο μέλλον πραγματοποιηθούν αυξήσεις στις συντάξεις, τότε ο συγκεκριμένος συνταξιούχος, επίσης δεν θα τις καρπωθεί, αλλά θα διατηρήσει τις ίδιες αποδοχές.
Με τον τρόπο αυτό, το υπουργείο Εργασίας εκτιμά ότι διασώζει τις ήδη καταβαλλόμενες συντάξεις, ενώ στο μέλλον, περιορίζει τον κίνδυνο εκτροχιασμού του ασφαλιστικού συστήματος, μέσω αύξησης της συνταξιοδοτικής δαπάνης, αφού για ένα μεγάλο μέρος των συνταξιούχων, αυτή θα είναι «λογιστική» και όχι πραγματική.