Τα ερευνητικά κέντρα, όπως αναφέρουν οι πρόεδροί τους, «αποτελούν έναν από τους πλέον αξιόπιστους και παραγωγικούς τομείς του Δημοσίου, λαμβάνοντας υπόψη, ότι αξιολογούνται ανελλιπώς από ανεξάρτητες διεθνούς κύρους επιτροπές από το 1995, ενώ παράλληλα δίνουν τη δική τους μοναχική μάχη για να ελαχιστοποιήσουν τις επιπτώσεις της κρίσης και να διατηρήσουν τα ανταγωνιστικά τους πλεονεκτήματα στο διεθνή ερευνητικό στίβο».
Επισημαίνουν επίσης, ότι τα ερευνητικά κέντρα, παρά τη συνεχώς μειούμενη κρατική επιχορήγηση, η οποία συνολικά, από το 2008 έως το 2014, θα προσεγγίσει το 54%, έχουν επιτύχει να λάβουν τρεις φορές υψηλότερη χρηματοδότηση από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, ενώ έχουν δημιουργήσει περισσότερες από 2.000 θέσεις εργασίας, που δεν επιβαρύνουν τον τακτικό προϋπολογισμό του κράτους.
Η ανακοίνωση υπογραμμίζει πως «η επιχορήγηση της έρευνας δεν αποτελεί δαπάνη, αλλά αντίθετα αποτελεί επένδυση για το μέλλον» και επισημαίνει, ότι η επένδυση στην έρευνα στην Ελλάδα είναι μόλις στο 0,67% του ΑΕΠ.
Οι πρόεδροι καταλήγουν, ότι τα ερευνητικά κέντρα προετοιμάζονται αυτές τις μέρες για μια νέα αξιολόγηση, υπό την αιγίδα της Γενικής Γραμματείας Έρευνας & Τεχνολογίας (ΓΓΕΤ) και, ότι «στη μέση αυτής της διαδικασίας, τέτοιου είδους δημοσιεύματα δυναμιτίζουν κάθε προσπάθεια ορθολογικής αντιμετώπισης των επιπτώσεων της κρίσης και βλάπτουν σοβαρά το ηθικό των εργαζομένων στα Κέντρα μας».
Το κείμενο προσυπογράφουν οι: Κ.Τσίγκανος (Εθνικό Αστεροσκοπείο Αθηνών), Β.Γρηγορίου (Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών), Α.Κωνσταντόπουλος (ΕΚΕΤΑ), Ν.Κανελλόπουλος (ΕΚΕΦΕ Δημόκριτος), Κ.Φωτάκης (Ίδρυμα Τεχνολογίας & Έρευνας), Μ.Μανουσάκης (Ινστιτούτο Παστέρ) και Χ.Σαββάκης (Ερευνητικό Κέντρο Α.Φλέμινγκ)