Η συζήτηση έχει εδώ και καιρό αποφασιστεί, σε συνεννόηση και με τον αντιπρόεδρο της κυβέρνησης Ευάγγελο Βενιζέλο, να ανοίξει πριν τις διπλές κάλπες, χωρίς να είναι σαφές πότε θα ξεκινήσει και η κοινοβουλευτική διαδικασία, η οποία θα πρέπει να έχει ολοκληρωθεί πριν τις επόμενες εθνικές εκλογές, όποτε και εάν αυτές γίνουν.
Σύμφωνα με την Καθημερινή , με αιχμή τη λογοδοσία του πολιτικού προσωπικού (καθεστώς παραγραφής υπουργών, διαφάνεια οικονομικών κομμάτων, ασυλία βουλευτών), τη λειτουργία νομοθετικής και εκτελεστικής εξουσίας (πρόταση για ασυμβίβαστο υπουργών – βουλευτών, καθορισμός χρονικού ορίου στη θητεία του Πρωθυπουργού, των βουλευτών αλλά και των αυτοδιοικητικών και συνδικαλιστικών στελεχών), την καλύτερη κυβερνητική λειτουργία και συνέχεια (εκλογή υπηρεσιακών υπουργών 5ετούς θητείας με αντικείμενο τον Προϋπολογισμό και τα εξωτερικά) αλλά και αποφασισμένος να ανοίξει ζήτημα μείωσης του αριθμού των βουλευτών (από 300 σήμερα σε 250 ή ακόμη και 200), ο κ. Σαμαράς αναμένεται να υπογραμμίσει ότι η θεσμική αλλαγή στη χώρα και η αναθεώρηση του συντάγματος είναι αναγκαίες προϋποθέσεις όχι μόνον για τη θεραπεία πολλών από τα κακώς κείμενα του πολιτικού συστήματος αλλά και για την απελευθέρωση των δημιουργικών δυνάμεων της χώρας.
Η έναρξη της διαδικασίας αναθεώρησης του Συντάγματος αποτελούσε διακηρυγμένο στόχο του Πρωθυπουργού ενώ, το προηγούμενο διάστημα, υπήρξαν και σχετικές συνεννοήσεις με τον κυβερνητικό του εταίρο, κ. Ευ. Βενιζέλο. Παρά την προεκλογική περίοδο, ή ενδεχομένως και λόγω αυτής, η συζήτηση ανοίγει τώρα, καθώς έχει παρέλθει η περίοδος ανασφάλειας ως προς την πορεία της ελληνικής οικονομίας μετά και την πρόσφατη συμφωνία με την τρόικα. Το Μέγαρο Μαξίμου αλλά και, συνολικά, η δικομματική κυβέρνηση θα ρίξουν το χαρτί των θεσμικών αλλαγών που έχει ανάγκη η χώρα με στόχο να ανοίξει ο αναγκαίος διάλογος (σ.σ. καθώς όλοι αναγνωρίζουν ως χαμένη ευκαιρία την προσπάθεια που έγινε προ 7 ετών) αλλά και να διευρυνθεί η ατζέντα του πολιτικού διαλόγου σε πεδία πέραν της οικονομίας, επί των οποίων μάλιστα εκτιμάται ότι το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης να εμφανιστεί, εκ νέου, απροετοίμαστο ή με ισχυρές διαφωνίες στο εσωτερικό του.
Υπενθυμίζεται πώς, σύμφωνα με το Σύνταγμα και τον Κανονισμό της Βουλής, για την έναρξη της διαδικασίας αναθεώρησης απαιτείται η σχετική πρόταση 50, τουλάχιστον, βουλευτών, εν συνεχεία συγκροτείται ειδική Επιτροπή της Βουλής η οποία και καταλήγει στις αναθεωρητέες διατάξεις, οι οποίες και ψηφίζονται από την ολομέλεια, σε διπλή ψηφοφορία. Η διαδικασία δεν ολοκληρώνεται παρά από την επόμενη Βουλή, δηλαδή αυτήν που θα προκύψει από τις επόμενες εθνικές εκλογές, η οποία και, τελικά, θα κρίνει αν και προς ποιά κατεύθυνση θα υπάρξει η αναθεώρηση των διατάξεων.