Ετέθη μεταξύ άλλων ότι με τη μετατροπή των θέσεων των εργαζομένων ΙΔΑΧ σε οργανικές θέσεις μόνιμων, κάποιοι υπάλληλοι θα μπορούσαν, εάν αλλάξουν καθεστώς, να υποστούν βλαπτική μεταβολή ή να χάσουν επιδόματα ή ακόμα και αργότερα, κατά τη συνταξιοδότηση, να υπάρχει οικονομικής φύσεως υποβάθμιση. Έτσι, επελέγη τελικά η ρύθμιση να εστιάσει στη συμμετοχή των ΙΔΑΧ στην κινητικότητα.
Ούτως ή αλλιώς και η λεγόμενη μονιμοποίηση των ΙΔΑΧ, ήταν μέτρο, που σύμφωνα με την κυβέρνηση, δεν είχε κανένα μισθολογικό κόστος, αλλά «συντελούσε στον εξορθολογισμό της διοίκησης», διευκολύνοντας το θεσμό της κινητικότητας. Μάλιστα, το υπουργείο, όταν είχε φέρει την προηγούμενη διατύπωση για τη μετατροπή των θέσεων ΙΔΑΧ σε μόνιμες οργανικές θέσεις, υποστήριζε πως επεδίωκε να σταματήσει στο εσωτερικό της δημόσιας διοίκησης ο δυϊσμός μεταξύ των μόνιμων δημοσίων υπαλλήλων και των υπαλλήλων με σχέση αορίστου δικαίου αορίστου χρόνου, που «παραβίαζε συστηματικά τις σχετικές επιταγές του άρθρου 103 του Συντάγματος για σταθερές και μόνιμες θέσεις εργασίας στο δημόσιο για όσους καλύπτουν πάγιες και διαρκείς ανάγκες». Επί της ουσίας πάντως ο στόχος ήταν να μην υπάρχει πρόβλημα στη μετακίνηση ΙΔΑΧ σε θέσεις μονίμων, δηλαδή να μην τίθενται εμπόδια στην κινητικότητα που ετοιμάζει εντός του δημοσίου, στους ΟΤΑ Α΄και Β΄βαθμού αλλά και στα Νομικά τους Πρόσωπα. Αυτό, όπως φαίνεται, επιτυγχάνεται και με τη νέα διατύπωση της ρύθμισης για τους ΙΔΑΧ.
Τώρα δίνεται η δυνατότητα στους περίπου 30.000-40.000 υπαλλήλους να μετέχουν στην κινητικότητα, χωρίς, όπως φαίνεται, να υπάρχουν βλαπτικές …μεταπτώσεις. Παράλληλα, λύνονται και τα χέρια της κυβέρνησης ώστε να μπορεί να μετακινεί ΙΔΑΧ σε θέσεις μονίμων για να ρολάρει απρόσκοπτα η επιχειρούμενη κινητικότητα.