Το ερευνητικό πρόγραμμα IRMA («Η διακυβέρνηση της μη νόμιμης μετανάστευσης: κράτη, δρώντες και μεσάζοντες»), που ξεκίνησε το 2012 και πλέον ολοκληρώνεται, εξετάζει τη δυναμική της παράτυπης μετανάστευσης με μια ανθρωποκεντρική προσέγγιση: επιδιώκει να ρίξει φως στις πολιτικές της παράτυπης μετανάστευσης έχοντας ως σημείο εκκίνησης του ίδιους τους μετανάστες - ποια είναι τα κίνητρα των μεταναστών, τι πληροφορίες έχουν, πώς οργανώνουν το ταξίδι, πόσα ξέρουν και πόσο ελέγχουν τη διαδρομή τους.
Η μεθοδολογία του προγράμματος αφορούσε σε συνεντεύξεις με μετανάστες σε τρία στάδια της διαδρομής τους: την αναχώρησή τους από τη χώρα προορισμού τους, την προσωρινή παραμονή τους σε ενδιάμεσες χώρες και την εγκατάστασή τους στην Ελλάδα ως χώρα τελικού προορισμού.
Η έρευνα επικεντρώθηκε σε πέντε μελέτες περιπτώσεων: Αλβανούς, Γεωργιανούς, Ουκρανούς, Αφγανούς και Πακιστανούς. Οι εθνικότητες αυτές καλύπτουν τρία μεταναστευτικά συστήματα: το πρώτο αφορά στη ροή από τα Βαλκάνια προς την Ε.Ε., εστιάζοντας στην περίπτωση της Αλβανίας, το δεύτερο τη ροή από την Ανατολική Ευρώπη έχει ως ειδικότερο αντικείμενο μελέτης τη Γεωργία και την Ουκρανία και το τρίτο τη μετακίνηση από την Ασία προς την Ευρώπη, δηλαδή κυρίως τη μετανάστευση Αφγανών και Πακιστανών.
Η επιλογή των συγκεκριμένων χωρών προέλευσης έγινε επειδή αποτελούν κύρια πηγή προέλευσης νόμιμων, αλλά κυρίως παράνομων μεταναστών προς την Ελλάδα. Συνολικά έγιναν 175 συνεντεύξεις με μετανάστες στην Ελλάδα και 95 συνεντεύξεις με άτομα στη χώρα καταγωγής ή στην Κωνσταντινούπολη, όπου πολλοί Αφγανοί και Πακιστανοί περιμένουν να περάσουν στην Ελλάδα. Επίσης, πραγματοποιήθηκαν 61 συνεντεύξεις με εμπλεκόμενους φορείς στις χώρες προέλευσης και στην Ελλάδα.
Τα αποτελέσματα του ερευνητικού προγράμματος, που παρουσιάστηκαν σήμερα σε σχετικό συνέδριο, καταδεικνύουν ότι η αποτρεπτική πολιτική της Ελλάδας και της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν έχει μειώσει σημαντικά το συνολικό πληθυσμό των παράτυπων μεταναστών. Όπως προκύπτει από τις συνεντεύξεις, οι μετανάστες δεν σκέφτονται τη νόμιμη οδό ή την παράνομη οδό ή τη διαδικασία χορήγησης ασύλου, αλλά μόνο ότι πρέπει να φύγουν από τις χώρες τους, και αναζητούν τι μπορούν να κάνουν γι' αυτό. Η διάχυτη βεβαιότητα της φτώχειας και της ανασφάλειας επισκιάζουν τον κίνδυνο και την αβεβαιότητα, συναισθήματα που δεν προκύπτουν στη φάση της απόφασης, αλλά μόλις στη φάση του σχεδιασμού του ταξιδιού. Επίσης, οι πληροφορίες που μαθαίνουν για τις πολιτικές της κράτησης στις χώρες προορισμού, μπορεί να λειτουργήσουν αποτρεπτικά μόνο στην κατεύθυνση της αλλαγής της διαδρομής που θα ακολουθήσουν προς την Ευρώπη. Όπως εξηγεί στο ΑΠΕ-ΜΠΕ η καθηγήτρια στο Ευρωπαϊκό Πανεπιστημιακό Ινστιτούτο της Φλωρεντίας και κύρια ερευνήτρια του προγράμματος, Άννα Τριανταφυλλίδου, οι πολιτικές αποτελούν απλά ένα εμπόδιο για τους μετανάστες, οι οποίοι αν έχουν διασυνδέσεις και χρήματα θα το ξεπεράσουν με νόμιμες οδούς, αν όχι, θα διασχίσουν βουνά και θάλασσες για να βρεθούν στον τόπο που επιθυμούν.
Εξάλλου, σε παράλληλη έρευνά του που παρουσίασε σήμερα στο συνέδριο, ο ερευνητής του Διεθνούς Ινστιτούτου Μετανάστευσης του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης, Ματίας Τσάικα, οδηγείται στο ίδιο συμπέρασμα, ότι δηλαδή είναι αμφίβολη η αποτελεσματικότητα των πολιτικών ελέγχου της μετανάστευσης. «Έχουμε πολύ απλουστευμένη ιδέα για το πώς λειτουργούν οι πολιτικές στο πεδίο της μετανάστευσης», επισημαίνει. Μελετώντας τις μεταναστευτικές ροές από 118 χώρες προέλευσης σε 29 χώρες προορισμού, ο κ. Τσάικα, διαπίστωσε ότι όσο πιο αυστηρή είναι η πολιτική για το άσυλο, τόσο αυξάνονται τα ρεύματα των παράτυπων μεταναστών. Η αύξηση της άρνησης χορήγησης ασύλου κατά 10%, οδηγεί σε μείωση κατά 0,8% των αιτούντων άσυλο, αλλά συγχρόνως σε αύξηση από 2% μέχρι 7% (ανάλογα με την κάθε χώρα) των παράτυπων μεταναστών. Επίσης, η άρνηση χορήγησης θεώρησης εισόδου (visa) κατά 10% αυξάνει και τον αριθμό των αιτήσεων για άσυλο (κατά 0,3%) και τον αριθμό των παράτυπων μεταναστών (κατά 6%). Αντίθετα, η θέσπιση προϋποθέσεων έκδοσης βίζας οδηγεί σε μείωση των αιτήσεων ασύλου κατά 53% και της εισόδου παράτυπων μεταναστών κατά 57%.
Σημαντικό είναι και το εύρημα του IRMA ότι οι μετανάστες ξέρουν πού να απευθυνθούν για πληροφορίες, αλλά και πού να βρουν τον τοπικό διακινητή (στην Ουκρανία και τη Γεωργία είναι συνήθως ένα γραφείο ταξιδιού, ενώ στο Αφγανιστάν και στο Πακιστάν ένας λαθροδιακινητής). «Ήταν ένας φίλος του που έκανε αυτή τη δουλειά, που φέρνει άτομα στην Ελλάδα, μίλησε μαζί του και όπως ήρθανε άλλοι, μπήκε στο Ιράν με βίζα, από κει στην Τουρκία», εξομολογείται ένας 28χρονος Πακιστανός που ζει στην Αθήνα. Ο ρόλος του διακινητή στην πραγματοποίηση του ταξιδιού, είναι σημαντικός. Οι μετανάστες γνωρίζουν ότι οι διακινητές είναι εγκληματίες, ωστόσο αυτό δεν μοιάζει να τους προβληματίζει σχετικά με τις πολιτικές ελέγχου ή τον παράνομο χαρακτήρα του όλου εγχειρήματος. Οι ίδιοι οι μετανάστες δεν θεωρούν τον εαυτό τους άτομο που παραβαίνει το νόμο. Συχνά δεν περνάει από το μυαλό τους, καθώς επικεντρώνονται στην επίτευξη του στόχου, να φτάσουν δηλαδή στον προορισμό τους και να φτιάξουν μια καλύτερη ζωή. Το εύρημα αυτό έρχεται σε αντίθεση με τις πολιτικές προσεγγίσεις των χωρών προορισμού που εστιάζουν στη διάκριση μεταξύ νόμιμης και παράτυπης μετανάστευσης, υποθέτοντας ότι και οι μετανάστες υιοθετούν αυτό το σκεπτικό στο σχεδιασμό του εγχειρήματός τους.
Εξάλλου, οι εκστρατείες πληροφόρησης που γίνονται από κυβερνήσεις δυτικών χωρών δεν είναι επιτυχημένες για την αποτροπή εισόδου γιατί οι μετανάστες εμπιστεύονται μόνο τις διηγήσεις των δικών τους ανθρώπων, που βρίσκονται ήδη στον τόπο προορισμού.
Στο στάδιο της άφιξης των μεταναστών στην Ελλάδα διαπιστώνεται και πάλι ότι οι πολιτικές ελέγχου σπανίως τους αποθαρρύνουν. Οι συνεχείς έλεγχοι και η κράτηση στην Ελλάδα που χρησιμοποιήθηκαν κατά το παρελθόν ως στρατηγική αποτροπής για την παραμονή των μεταναστών στη χώρα, δεν φαίνεται να αποτελεί εμπόδιο. Γεωργιανοί και Ουκρανοί δηλώνουν ότι η αστυνομία στοχοποιεί άτομα με συγκεκριμένα εθνικά χαρακτηριστικά, οι Αλβανοί δεν πτοούνται λόγω της εγγύτητας της χώρας τους και της σχετικής ευκολίας με την οποία διασχίζουν τα σύνορα («το έχω κάνει πάνω από έξι φορές με τα πόδια», λέει ένας 34χρονος Αλβανός που ζει στη Ρόδο), ενώ οι Αφγανοί και οι Πακιστανοί που ανησυχούν, επιχειρούν να βελτιώσουν τις στρατηγικές αποφυγής του εντοπισμού τους. Και οι πέντε εθνικότητες, αν και αντιλαμβάνονται τη μακρόχρονη κράτηση που τους απειλεί, θεωρούν το νόμιμο ή παράτυπο χαρακτήρα της διαμονής τους δευτερευούσης σημασίας και τον βιώνουν ως αναγκαίο κακό, όχι ως έγκλημα.
«Αν θα μου κρατούσανε θα μου πούνε: τι έχεις κάνει; Τίποτα δεν έχω κάνει», λέει χαρακτηριστικά ένας 31χρονος Γεωργιανός. «Κοίτα με εδώ, δεν είμαι εγκληματίας και κοίτα που με κρατάνε! Οκ, είμαι παράτυπος, δεν έχω χαρτιά αλλά δεν είμαι εγκληματίας», περιγράφει ένας 18χρονος Αφγανός που κρατείται στην Αμυγδαλέζα.
Το πρόγραμμα, που εκπονούν το Ελληνικό Ίδρυμα Ευρωπαϊκής και Εξωτερικής Πολιτικής (ΕΛΙΑΜΕΠ) και το Ευρωπαϊκό Πανεπιστημιακό Ινστιτούτο της Φλωρεντίας, χρηματοδοτείται από τη Γενική Γραμματεία Έρευνας και Τεχνολογίας μέσω του προγράμματος «Αριστεία» (2012-2015).