Το σχετικό Προεδρικό Διάταγμα είχε κατατεθεί στο ΣτΕ για νομοπαρασκευαστική επεξεργασία από τον αντιπρόεδρο της κυβέρνησης Ι. Δραγασάκη και τον αναπληρωτή υπουργό Οικονομικών Δ. Μαρδά.
Η Γενική Γραμματεία Κυβερνητικού Συμβουλίου Οικονομικής Πολιτικής θα υποστήριζε το έργο του Κυβερνητικού Συμβουλίου Οικονομικής Πολιτικής το οποίο συγκροτήθηκε με πράξη του υπουργικού συμβουλίου της 6ης Φεβρουαρίου 2015.
Η εφαρμογή του σχεδίου διατάγματος θα επιβαρύνει τον προϋπολογισμό του υπουργείου Οικονομικών με 829.000 ευρώ ετησίως (και κατά 482.000 ευρώ για το τρέχον έτος), ενώ προέβλεπε τη σύσταση θέσεων προσωπικού, όπως είναι 12 θέσεις ειδικών συμβούλων και ειδικών συνεργατών, όπως,επίσης,προέβλεπε και τη σύσταση θέσεων προσωπικού.
Το ΣτΕ ερμηνεύοντας τις συνταγματικές επιταγές για τη δημοσιονομική διαχείριση, την Συνθήκη λειτουργίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης καθώς και την Ελληνική και Ευρωπαϊκή νομοθεσία, επισημαίνει ότι η δαπάνη που προκαλεί η έκδοση προεδρικού Διατάγματος πρέπει να βεβαιώνεται ότι είναι σύμφωνη με τους στόχους και τις δεσμεύσεις του Μεσοπρόθεσμου Πλαισίου Δημοσιονομικής Στρατηγικής.
Όπως σημειώνεται στην γνωμοδότηση του ΣτΕ η απλή αναγραφή ότι η προκαλούμενη δαπάνη από το σχέδιο Προεδρικού Διατάγματος θα εγγραφεί στον προϋπολογισμό και θα καλυφθεί από συγκεκριμένο προϋπολογισμό, δεν αρκεί για να κριθεί νόμιμο το διάταγμα.
Παράλληλα, το ΣτΕ αναφέρει ότι για την σύσταση της Γενικής Γραμματείας Κυβερνητικού Συμβουλίου Οικονομικής Πολιτικής «δεν έχουν προβλεφθεί πιστώσεις στο προϋπολογισμό του υπουργείου Οικονομικών»,αλλά όπως αναφέρεται στο επίμαχο σχέδιο Προεδρικού Διατάγματος η σχετική δαπάνη θα αντιμετωπιστεί με την μεταφορά πιστώσεων από το αποθεματικό του υπουργείου Οικονομικών. Δηλαδή, αυτόματα καθίσταται μη νόμιμο το σχέδιο διατάγματος από την τελευταία αυτή αναφορά.
Όμως, συνεχίζει το ΣτΕ, «υπό τις παρούσες έκτακτες δημοσιονομικές και οικονομικές συνθήκες της χώρας, για την αντιμετώπιση των οποίων θεσπίστηκε μεταξύ των άλλων και το Μεσοπρόθεσμο Πλαίσιο Δημοσιονομικής Στρατηγικής, «η σύσταση νέων οργανικών θέσεων με Προεδρικό Διάταγμα είναι επιτρεπτή υπό την προϋπόθεση ότι αποσκοπεί στην κάλυψη επιτακτικής ανάγκης η οποία δεν μπορεί να ικανοποιηθεί με άλλο τρόπο,όπως η αναδιοργάνωση των υπηρεσιών και η ανακατανομή του προσωπικού».