Σύμφωνα με την μελέτη στην τετραμηνιαία έκδοση του ΚΕΠΕ τα στοιχεία των Ερευνών Εργατικού Δυναμικού (ΕΕΔ) για το τρίτο τρίμηνο του 2014 (Ιούλιος-Σεπτέμβριος) δείχνουν ότι η ανεργία συνέχισε την καθοδική της πορεία με το ποσοστό για τα άτομα άνω των 15 ετών να διαμορφώνεται στο 25,5%, χαμηλότερο κατά μία εκατοστιαία μονάδα σε σύγκριση με το δεύτερο τρίμηνο του έτους και κατά 1,5 εκατοστιαία μονάδα σε σύγκριση με το τρίτο τρίμηνο του 2013.
Οι περισσότεροι άνεργοι είναι γυναίκες, ενώ οι άνδρες εμφανίζουν μεγαλύτερη ευαισθησία στις οικονομικές συνθήκες. Τα στοιχεία του ΟΑΕΔ δείχνουν αύξηση των ανέργων τους μήνες Οκτώβριο και Νοέμβριο, οι οποίοι συνεχίζουν να μην καλύπτονται επαρκώς από το δίχτυ ασφαλείας του επιδόματος ανεργίας. Θετική εξέλιξη είναι η μείωση της ανεργίας το τελευταίο έτος (2013γ-2014γ), κυρίως για τους νέους (1/3 λιγότεροι άνεργοι), και τα άτομα με χαμηλό εκπαιδευτικό επίπεδο, ενώ προβληματίζει η εικόνα των αποφοίτων Πανεπιστημίου.
Κατ' αναλογία, οι γυναίκες απασχολούμενες αυξήθηκαν το τελευταίο έτος σε αντιδιαστολή με τους άνδρες, ενώ αυξήθηκαν σημαντικά και οι νέοι απασχολούμενοι, οι οποίοι εμφανίζουν πολύ μεγαλύτερη μεταβλητότητα στη διάρκεια της ύφεσης σε σύγκριση με τους μεγαλύτερους ηλικιακά. Καλύτερη πορεία εμφανίζουν οι απασχολούμενοι απόφοιτοι Τριτοβάθμιας Τεχνολογικής Εκπαίδευσης και οι κάτοχοι Μεταπτυχιακού ή/και Διδακτορικού τίτλου, ενώ προβληματίζουν ακόμη μια φορά οι απασχολούμενοι απόφοιτοι Πανεπιστημίου, ο αριθμός των οποίων μειώθηκε σημαντικά. Θετικό σημείο στην ανάλυση είναι η δημιουργία νέων θέσεων απασχόλησης σε κάποιους κλάδους οικονομικής δραστηριότητας το τελευταίο έτος, οι οποίοι όμως, με εξαίρεση τον τουρισμό, είναι μικρού μεγέθους σε όρους απασχόλησης. Το εργατικό δυναμικό μειώθηκε το τελευταίο έτος, ειδικά οι άνδρες, ενώ αίσθηση προκαλεί η εστιασμένη μείωση σε ηλικιακές ομάδες που θεωρούνται κατά κανόνα πιο δραστήριες (25-64 ετών), με ποικίλες ερμηνείες να προσφέρονται.
Τα αποτελέσματα στο πεδίο της μισθωτής απασχόλησης με βάση τα στοιχεία του πληροφοριακού συστήματος ΕΡΓΑΝΗ είναι υποδεέστερα σε σύγκριση με το 2013 αντανακλώντας μια πιθανή κόπωση της αγοράς εργασίας, ενώ οι προσλήψεις πλήρους απασχόλησης συνεχίζουν να μειώνονται ως μερίδιο του συνόλου των προσλήψεων
Η καθοδική πορεία της ανεργίας συνεχίστηκε και το τρίτο τρίμηνο του έτους (2014γ) πέφτοντας κάτω από 26% και προσεγγίζοντας τα επίπεδα του τέλους του 2012. Η παρατήρηση αυτή αποτελεί σίγουρα θετικό στοιχείο. Το γενικό ποσοστό για τον πληθυσμό άνω των 15 ετών διαμορφώθηκε στο 25,5%, μειωμένο σε σύγκριση τόσο με το αμέσως προηγούμενο τρίμηνο όσο και με το τρίτο τρίμηνο του 2013 (2013γ).
Οι γυναίκες συνεχίζουν να έχουν υψηλότερο ποσοστό ανεργίας από τους άνδρες (29,2% έναντι 22,6%), χωρίς να υπάρχουν ενδείξεις μείωσης της διαφοράς στα ποσοστά ανεργίας των δύο φύλων. Τα τελευταία στοιχεία από τις ΕΕΔ είναι μηνιαία και αφορούν στο μήνα Οκτώβριο1. Τα στοιχεία αυτά δείχνουν ότι η καθοδική πορεία της ανεργίας συνεχίζεται, με το εποχικά διορθωμένο ποσοστό ανεργίας να βρίσκεται στο 25,8%, μειωμένο τόσο σε σύγκριση με τον Οκτώβριο του 2013 (27,8%) όσο και σε σύγκριση με το Σεπτέμβριο του 2014 (26,0%). Ωστόσο, πρέπει να σημειωθεί ότι ο αριθμός των ανέργων αυξήθηκε οριακά τον Οκτώβριο, αλλά υπερκεράστηκε από την αύξηση του αριθμού των απασχολούμενων2.
Το τρίτο τρίμηνο του 2014 υπήρχαν περίπου 12.000 περισσότερες άνεργες γυναίκες σε αντιδιαστολή με την εικόνα που υπογραμμίστηκε σε προηγούμενα τεύχη των Οικονομικών Εξελίξεων, όπου παρατηρήθηκε ότι οι άνεργοι άνδρες από το τέλος του 2012 ήταν περισσότεροι από τις αντίστοιχες γυναίκες. Από την άλλη πλευρά, η μείωση της ανεργίας είναι πιο αισθητή μεταξύ των ανδρών. Σε σύγκριση με το τρίτο τρίμηνο του 2013 ο αριθμός των ανδρών ανέργων έχει μειωθεί κατά 10,6%, ενώ σε σύγκριση με το δεύτερο τρίμηνο του 2014 έχει μειωθεί κατά 4,1%. Τα αντίστοιχα ποσοστά στην περίπτωση των γυναικών είναι 6,7% και 3,9%.
Σε σύγκριση δε με την εικόνα της αγοράς εργασίας το 2008, δηλαδή πριν την ύφεση, με βάση το Διάγραμμα 3.1.1 προκύπτει ότι ο αριθμός των άνεργων ανδρών αυξήθηκε ταχύτερα από εκείνον των γυναικών (4,4 φορές έναντι 2,8 φορές). Σύμφωνα με τις παρατηρήσεις αυτές, οι άνεργοι άνδρες εμφανίζουν μεγαλύτερη μεταβλητότητα σε περιόδους ύφεσης σε σύγκριση με τις άνεργες γυναίκες
Μια εναλλακτική πηγή δεδομένων για τους άνεργους πέραν της ΕΛΣΤΑΤ είναι τα μηνιαία στοιχεία του ΟΑΕΔ. Πρέπει να σημειωθεί ότι κατά κανόνα εντοπίζονται ση-μαντικές αποκλίσεις στον αριθμό των ανέργων μεταξύ του ΟΑΕΔ και των ΕΕΔ. Για παράδειγμα, ο αριθμός των ανέργων βάσει των ΕΕΔ υπολογίζεται σε 1,20 εκατ. τον Οκτώβριο του 2014, ενώ βάσει του ΟΑΕΔ οριακά ξεπερ-νούν το 1 εκατ., συμπεριλαμβανομένων αυτών που δεν αναζητούν εργασία (περίπου 206 χιλ.4).
Τη στιγμή συγγραφής του παρόντος υπήρχαν διαθέσιμα στοιχεία ως το Νοέμβριο του 2014. Σύμφωνα με την εξέλιξη των ανέργων τα τελευταία έτη, ο Οκτώβριος σηματοδοτεί το τέλος της τουριστικής περιόδου, με άλλα λόγια, η πτωτική πορεία του αριθμού των ανέργων ανακόπτεται. Έτσι, ο αριθμός των ανέργων αυξήθηκε περίπου 5% τον Οκτώβριο και ακόμη 4,3% το Νοέμβριο, ακολουθώντας την αναμε-νόμενη πορεία, η οποία πιθανότατα θα αντικατοπτριστεί στα στοιχεία των ΕΕΔ που αφορούν στο τελευταίο τρίμηνο του έτους (Οκτώβριος-Δεκέμβριος 2014).
Μία από τις πιο ενδιαφέρουσες πληροφορίες που μπορεί να αντλήσει κανείς από τα στοιχεία του ΟΑΕΔ είναι το ποσοστό των ανέργων που λαμβάνουν επίδομα ανεργίας. Όπως έχει επισημανθεί σε προηγούμενα τεύχη των Οικονομικών Εξελίξεων, το εν λόγω ποσοστό είναι αδικαιολόγητα χαμηλό, αν θεωρήσει κανείς ότι το επίδομα ανεργίας στοχεύει στην ανακούφιση των ανέργων από τις οικονομικές επιπτώσεις της ανεργίας. Ενδεικτικά αναφέρεται ότι το Νοέμβριο του 2014 το ποσοστό των ανέργων που επιδοτούνταν ήταν 14,1%, δηλαδή περίπου τρεις στους είκοσι, αν ληφθούν υπόψη μόνο οι εγγεγραμμένοι άνεργοι που αναζητούν εργασία (11,4% σε διαφορετική περίπτωση). Το αντίστοιχο ποσοστό ήταν 15,3% το Νοέμβριο του 2013 και 27,3% τον ίδιο μήνα το 2012. Η μείωση του μεριδίου των ανέργων που δικαιούνται επίδομα ανεργίας οφείλεται μάλλον στην αύξηση του αριθμού των μακροχρόνια ανέργων που δεν δικαιούνται τακτικό επίδομα ανεργίας και λιγότερο στους περιορισμούς που έθεσε ο Ν. 3986/20115.
Να σημειωθεί στο σημείο αυτό ότι, βάσει των στοιχείων του ΟΑΕΔ, οι μακροχρόνια άνεργοι αυξήθηκαν ως μερίδιο του συνόλου των ανέργων που αναζητούν εργασία από 40,2% το Νοέμβριο του 2011 σε 52,8% τον ίδιο μήνα το 2014. Η αύξηση αντανακλάται και στα στοιχεία των ΕΕΔ, όπου όμως ανέκαθεν το μερίδιο των μακροχρόνια ανέργων ήταν υψηλότερο (π.χ. 50,8% το τρίτο τρίμηνο του 2011), όμως η διαφορά αυτή φαίνεται να διευρύνεται στη διάρκεια της ύφεσης (75,4% το τρίτο τρίμηνο του 2014 βάσει των ΕΕΔ).
Συνδυάζοντας το χαμηλό ποσοστό των ανέργων που δικαιούνται επίδομα ανεργίας με τη μικρή διάρκεια (ως 12 μήνες) και το χαμηλό ύψος αυτού (€360 με προσαύξηση 10% για κάθε προστατευόμενο μέλος), γίνεται ευκόλως κατανοητό ότι το επίδομα ανεργίας ως εργαλείο άσκησης παθητικής πολιτικής απασχόλησης απέχει από το να χαρακτηριστεί επαρκές.
Όσο νεότερος είναι κάποιος, τόσο δυσκολότερη είναι η εύρεση εργασίας. Είναι χαρακτηριστικό ότι το ποσοστό ανεργίας για τους νέους 15-19 ετών είναι 2,3 φορές υψηλότερο από εκείνο για το σύνολο του πληθυσμού. Ενδεικτικά, το ποσοστό ανεργίας αγγίζει το 58,6% για την πρώτη ηλικιακή ομάδα (15-19 ετών), μειώνεται κατά περίπου 10 εκατοστιαίες μονάδες σε 48,4% για τη δεύτερη ηλικιακή ομάδα (20-24 ετών) και πέφτει ακόμη περισσότερο σε 39,7% για την τρίτη ηλικιακή ομάδα (25-29 ετών). Από εκεί και έπειτα το ποσοστό ανεργίας μειώνεται κάτω από το μέσο όρο του πληθυσμού, ωστόσο παραμένει σε υψηλά επίπεδα ανεξαρτήτως κριτηρίων. Αν δε συνδυαστεί το φύλο με την ηλικία, τα ποσοστά ανεργίας για τις γυναίκες των τριών πρώτων ηλικιακών ομάδων (15-29 ετών) είναι εξαιρετικά υψηλά. Είναι εξίσου ενδιαφέρον ότι η διαφορά στο ποσοστό ανεργίας ανδρών και γυναικών μειώνεται όσο αυξάνεται η ηλικία. Ενδεικτικά αναφέρεται ότι οι γυναίκες έχουν σχεδόν είκοσι εκατοστιαίες μονάδες υψηλότερη ανεργία από τους άνδρες στην πρώτη ηλικιακή ομάδα (15-19 ετών), μόλις 5,6 εκατοστιαίες μονάδες στην τρίτη ηλικιακή ομάδα (25-29 ετών), ενώ μόνο στα άτομα άνω των 65 το ποσοστό ανεργίας είναι χαμηλότερο για τις γυναίκες
Η εκπαιδευτική σύνθεση των ανέργων και η εξέλιξή της είναι σημαντική, διότι επιτρέπει την υλοποίηση στοχευμένων ενεργητικών πολιτικών απασχόλησης, όπως είναι η επιδοτούμενη εργασία ή τα προγράμματα κατάρτισης. Το μεγαλύτερο τμήμα των ανέργων το τρίτο τρίμηνο του έτους είναι απόφοιτοι Λυκείου (38,3%) και ακολουθούν οι απόφοιτοι Τριτοβάθμιας Τεχνολογικής Εκπαίδευσης (ΤΕΙ) (20,2%). Παρά το γεγονός ότι στη διάρκεια της ύφεσης αυξήθηκαν οι άνεργοι από όλες τις εκπαιδευτικές κατηγορίες με δυσανάλογο τρόπο, η εκπαιδευτική σύνθεση των ανέργων δεν έχει αλλάξει ουσιαστικά. Ενδεικτικά αναφέρεται ότι οι άνεργοι απόφοιτοι Τριτοβάθμιας Τεχνολογικής Εκπαίδευσης τριπλασιάστηκαν από την έναρξη της ύφεσης ως το τρίτο τρίμηνο του 2014, όμως όλες οι υπόλοιπες εκπαιδευτικές ομάδες ανέργων υπερτριπλασιάστηκαν. Είναι χαρακτηριστικό και δημιουργεί προβληματισμό ότι οι απόφοιτοι Πανεπιστημίου (ΑΕΙ) σχεδόν τετραπλασιάστηκαν, ενώ μόνο οι απόφοιτοι Λυκείου είχαν ανάλογη αρνητική επίδοση.
Παρ' όλα αυτά, το ποσοστό ανεργίας παραμένει χαμηλότερο για τους απόφοιτους υψηλότερων εκπαιδευτικών βαθμίδων και συνεχίζει να εμφανίζει σχεδόν γραμμική αρνητική συσχέτιση: όσο αυξάνεται το εκπαιδευτικό επίπεδο, τόσο μειώνεται η ανεργία. Οι απόφοιτοι Πανεπιστημίου, λόγου χάρη, έχουν ποσοστό ανεργίας 20,6%, το δεύτερο χαμηλότερο μετά τους κατόχους Μεταπτυχιακού ή/και Διδακτορικού τίτλου (12,7%). Ωστόσο, οι εξελίξεις του τελευταίου έτους (2013γ-2014γ) δεν είναι ευνοϊκές για τους πρώτους, καθώς είναι η μοναδική εκπαιδευτική ομάδα που είδε το ποσοστό ανεργίας να αυξάνεται (0,3 εκατοστιαίες μονάδες) παράλληλα με την αύξηση του αριθμού των ανέργων κατά 9,9%. Μεγαλύτερη μείωση του ποσοστού ανεργίας από το μέσο όρο του πληθυσμού (4,0 εκατοστιαίες μονάδες) είχαν οι απόφοιτοι Γυμνασίου (8,3 εκατοστιαίες μονάδες) και περισσότερο ακόμη οι απόφοιτοι Δημοτικού ή με λιγότερη εκπαίδευση (11,8 εκατοστιαίες μονάδες). Από τις παρατηρήσεις αυτές προκύπτει ότι η μείωση των ανέργων προήλθε πρωτίστως από τις χαμηλές εκπαιδευτικές κατηγορίες. Απομένει να διερευνηθεί στην επόμενη ενότητα αν αυτή η μείωση μεταφράστηκε σε αύξηση της απασχόλησης ή μείωση του εργατικού δυναμικού.
Αναφορικά με την απασχόληση, το ποσοστό απασχόλησης των ανδρών (απασχολούμενοι/πληθυσμός) συνεχίζει να είναι υψηλότερο από εκείνο των γυναικών (46,6% έναντι 31,3% το 2014γ), όμως η διαφορά υπέρ των ανδρών στη διάρκεια της κρίσης συρρικνώθηκε (από 23,9 εκατοστιαίες μονάδες το 2008γ σε 15,3 εκατοστιαίες μονάδες το 2014γ), εν μέρει εξαιτίας της ταχύτερης μείωσης των απασχολούμενων ανδρών. Ενδεικτικά αναφέρεται ότι από την έναρξη της ύφεσης το 2008 ως το 2014 (πάντοτε τρίτο τρίμηνο) οι άνδρες απασχολούμενοι μειώθηκαν 25,3%, ενώ οι γυναίκες απασχολούμενες μειώθηκαν κατά 16,5%. Η παρατήρηση επιβεβαιώνει ότι οι άνδρες επηρεάστηκαν περισσότερο από την ύφεση σε σύγκριση με τις γυναίκες. Σε αντιδιαστολή με τη γενική εικόνα, συγκρίνοντας την κατάσταση στην αγορά εργασίας το τρίτο τρίμηνο του 2014 με εκείνη ένα έτος πίσω, προκύπτει ότι, σε αντίθεση με τους άνδρες απασχολούμενους που μειώθηκαν κατά 4,2% (92,1 χιλ. λιγότερες θέσεις), οι γυναίκες απασχολούμενες αυξήθηκαν κατά 3,0% (43,1 χιλ. περισσότερες θέσεις). Καλύτερα φαίνεται να τα πηγαίνουν οι γυναίκες και σε σύγκριση με το δεύτερο τρίμηνο του έτους, καθώς οι απασχολούμενες αυξήθηκαν κατά 1,8% έναντι μόλις 1% αύξησης των απασχολούμενων ανδρών. Η αύξηση της απασχόλησης το τρίτο τρίμηνο του έτους ήταν ανα-μενόμενη, δεδομένης της ισχυρής ώθησης που δίνει ο τουρισμός στην οικονομική δραστηριότητα
Υψηλότερο ποσοστό απασχόλησης εμφανίζουν οι κάτοχοι Μεταπτυχιακού ή/και Διδακτορικού τίτλου (76,4%) και χαμηλότερο οι απόφοιτοι Δημοτικού ή με λιγότερη εκπαίδευση (19,0%), όπως προβλέπει η Θεωρία Ανθρώπινου Κεφαλαίου. Λόγω της σημαντικής αύξησης των εισακτέων στην τριτοβάθμια εκπαίδευση από τη δεκαετία του 1980, τα νεότερα άτομα είναι περισσότερο εκπαιδευμένα. Σε συνδυασμό με την αύξηση της εισροής γυναικών στην αγορά εργασίας, οι οποίες κατά κανόνα έχουν περισσότερη εκπαίδευση, ερμηνεύεται σε μεγάλο βαθμό η μεγάλη διαφορά στα ποσοστά απασχόλησης των περισσότερο εκπαιδευμένων σε σύγκριση με τα λιγότερο εκπαιδευμένα άτομα. Στη διάρκεια της ύφεσης η μείωση στα ποσοστά απασχόλησης είναι μικρότερη για τους κατόχους Μεταπτυχιακού ή/και Διδακτορικού τίτλου, ενώ σε απόλυτους αριθμούς οι απασχολούμενοι αυτής της ομάδας αυξήθηκαν πάνω από 50,0%. Περιέργως, οι απόφοιτοι Πανεπιστημίου έχουν τη μεγαλύτερη μείωση στο ποσοστό απασχόλησης (17,5 εκατοστιαίες μονάδες), ενώ σε απόλυτους αριθμούς οι απασχολούμενοι αυτής της κατηγορίας μειώθηκαν κατά 14,2%, και ακολουθούν οι απόφοιτοι Τριτοβάθμιας Τεχνολογικής Εκπαίδευσης με μείωση 16,3%. Σε απόλυτους όρους, ωστόσο, δηλαδή με γνώμονα τη μείωση των απασχολούμενων, η σχέση εκπαίδευσης και απασχόλησης είναι αρνητική, με την έννοια ότι οι ομάδες με χαμηλότερη εκπαίδευση έχασαν τους περισσότερους απασχολούμενους: 44,3% για τους απόφοιτους Δημοτικού ή με λιγότερη εκπαίδευση (περίπου 400 χιλ. θέσεις εργασίας), 29,4% για τους απόφοιτους Γυμνασίου (περίπου 150 χιλ. θέσεις εργασίας), κ.ά.
Παρά το γεγονός ότι οι απασχολούμενοι συνέχισαν να μειώνονται το τελευταίο έτος (2013γ-2014γ), είναι ενδιαφέρον να εξετάσει κανείς αν αυτό ισχύει για όλους τους κλάδους οικονομικής δραστηριότητας και σε ποια έκταση
Η συμμετοχή στο εργατικό δυναμικό δε μεταβάλλεται σημαντικά διαχρονικά. Είναι ενδεικτικό ότι, τον τελευταίο χρόνο, το ποσοστό συμμετοχής στο εργατικό δυναμικό μεταβλήθηκε άνω της μίας εκατοστιαίας μονάδας μόνο στην ηλικιακή ομάδα 20-24 ετών (αυξήθηκε κατά 1,4 εκατοστιαίες μονάδες). Αυτό δε σημαίνει, βεβαίως, ότι δεν υπάρχουν ροές, απλώς είναι συγκριτικά μικρές σε μέγεθος και δεν μπορούν να επηρεάσουν το δείκτη. Ένα ενδιαφέρον στοιχείο που έχει επισημανθεί και στα προηγούμενα τεύχη των Οικονομικών Εξελίξεων είναι η μείωση του δείκτη συμμετοχής των ανδρών (4,8 εκατοστιαίες μονάδες) και η αύξηση του δείκτη συμμετοχής των γυναικών (1,6 εκατοστιαίες μονάδες) στη διάρκεια της ύφεσης
Οι μεταβολές στο εργατικό δυναμικό με γνώμονα την εκπαίδευση παρουσιάζουν ξεχωριστό ενδιαφέρον, καθώς σκιαγραφούν τις εκπαιδευτικές μεταβολές, με άλλα λόγια την αύξηση των ατόμων με υψηλό εκπαιδευτικό επίπεδο και τη μείωση των ατόμων με χαμηλό εκπαιδευτικό επίπεδο. Μόνο τα τελευταία έτη και παρά την ύφεση, ή ίσως εξαιτίας αυτής
Τον Ιανουάριο του 2015 δόθηκε στη δημοσιότητα από το Υπουργείο Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Πρόνοιας η έκθεση του πληροφοριακού συστήματος ΕΡΓΑΝΗ για το Δεκέμβριο του 2014 και το σύνολο του έτους. Το μήνα Δεκέμβριο οι προσλήψεις υπολείπονται των απολύσεων κατά 834 θέσεις, όταν το Δεκέμβριο του 2013 το ισοζύγιο ήταν θετικό κατά 19.999 θέσεις. Αυτό θα μπορούσε να χαρακτηριστεί13 ως μια ανατροπή του θετικού κλίματος που φαινόταν να διέπει την αγορά ως τώρα στο πλαίσιο της αύξησης της πολιτικής αβεβαιότητας. Το παρήγορο είναι ότι σε επίπεδο έτους υπάρχει θετικό πρόσημο, καθώς καταγράφηκαν 99.122 περισσότερες προσλήψεις από απολύσεις, όμως και πάλι τα αποτελέσματα υπολείπονται εκείνων του περασμένου έτους, οπότε οι προσλήψεις ξεπέρασαν κατά 133.488 τις απολύσεις . Όπως σημειώθηκε και στα προηγούμενα τεύχη των Οικονομικών Εξελίξεων, φαίνεται ότι η κινητικότητα στην αγορά εργασίας έχει αυξηθεί και συνεχίζει να αυξάνεται, καθώς τόσο το Δεκέμβριο όσο και ολόκληρο το έτος, τόσο οι προσλήψεις όσο και οι απολύσεις (οικειοθελείς αποχωρήσεις ή καταγγελίες συμβάσεων) εμφανίζονται αυξημένες σε σύγκριση με
τα αντίστοιχα μεγέθη του 2013.
Αναμφισβήτητα, η αύξηση της κινητικότητας των εργαζομένων αποτελούσε ζητούμενο, ωστόσο, δεδομένων των συνθηκών στην αγορά, υπάρχει κίνδυνος αυτή να προκύπτει όχι προς αναζήτηση καλύτερων προοπτικών (θέση ή αμοιβή), αλλά μάλλον ως ανάγκη (απώλεια θέσης εργασίας και αναζήτηση νέας).