Ήδη από τη δεκαετία του 1960, και από την εποχή που ολοκληρώνει τη διδακτορική του διατριβή για τον Ηρόδοτο, ο Μαρωνίτης στρέφεται σε θέματα της νεοελληνικής λογοτεχνίας, μελετώντας το έργο του Νίκου Καζαντζάκη και του Οδυσσέα Ελύτη. Και μέσα στη δικτατορία όμως, όταν θα απολυθεί, λόγω των δημοκρατικών του πεποιθήσεων, από το Αριστοτέλειο πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, όπου ήταν υφηγητής της αρχαίας ελληνικής φιλολογίας, ο Μαρωνίτης μελετά τον Καβάφη, για να στείλει, βασισμένος στους στίχους του, ένα σαφές πολιτικό μήνυμα.
Η πολιτική, η κοινωνία και η ιστορία αποτελούν ένα τρίπτυχο που θα προσδιορίσει αποφασιστικά τον ερμηνευτικό λόγο του Μαρωνίτη, ιδίως όταν θα καταπιαστεί με τους ποιητές της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς: με τον Τίτο Πατρίκιο, με τον Μανόλη Αναγνωστάκη, με τον Άρη Αλεξάνδρου, αλλά και με τον Τάκη Σινόπουλο ή με τον Μίλτο Σαχτούρη. Ο Μαρωνίτης είχε την τέχνη να ανασκαλεύει τους δεσμούς τους οποίους αναπτύσσει η ποίηση με τον πολιτικό και τον κοινωνικό της περίγυρο, χωρίς, όμως, να φορέσει ποτέ στις κριτικές του ερμηνείες τα γυαλιά της ιδεολογίας και της στράτευσης. Εκείνο, αντιθέτως, το οποίο απέδειξε σε όλες τις περιπτώσεις, είναι το ότι η λογοτεχνία επιτελεί την όντως πολιτική της λειτουργία μόνο όταν εκφράζεται πέρα από πολιτικές και κομματικές δεσμεύσεις.
Ένα άλλο χαρακτηριστικό των φιλολογικών και κριτικών προσεγγίσεων του Μαρωνίτη είναι το μόνιμο ενδιαφέρον του για τη γλώσσα: για τη ρητορική δομή και την αρχιτεκτονική των κειμένων που μελετούσε, από όποια περίοδο της ελληνικής λογοτεχνίας κι αν προέρχονταν.
Ο Μαρωνίτης μάς έμαθε πολλά από τη μια πλευρά για το ύφος του Ηρόδοτου ή για τον τρόπο με τον οποίο οργανώνει ο Όμηρος τους διαλόγους των επών του και από την άλλη για τις αφηγηματικές τεχνικές και τους μύθους ή τη λογική των συμβόλων σε πεζογράφους όπως ο Γιώργος Χειμωνάς και ο Γιώργης Γιατρομανωλάκης.
Το ίδιο ισχύει και για τις μελέτες του σχετικά με το έργο του Σολωμού, του Κάλβου, του Ρίτσου και, πρωτίστως, του Σεφέρη. Με τον Σεφέρη, ο Μαρωνίτης θα αποκαλύψει όλο το εύρος και τον πλούτο του ερμηνευτικού του οπλοστασίου, διαβάζοντας την ποίησή του ως έναν διαρκή χορό των αισθήσεων, σαν μιαν ακατάλυτη πάλη του σώματος με τη συνείδηση και τον κόσμο των ιδεών, σε ένα τοπίο όπου ο μύθος συναιρείται με την Ιστορία και ο άνθρωπος συγκλονίζεται μέχρι τις ρίζες της ύπαρξής του.
Ο Μαρωνίτης έκανε πολλά: μετέφρασε εξαρχής και ξανά ολόκληρη την Ιλιάδα και την Οδύσσεια, τιμώντας και ταυτοχρόνως αμφισβητώντας τους λογοτεχνικούς και φιλολογικούς του δασκάλους και προκατόχους (να θυμίσουμε ότι το 2011 απέσπασε το κρατικό βραβείο ενδογλωσσικής μετάφρασης).
Μελέτησε σε βάθος το σύμπαν και την ανθρωπολογία του Ομήρου, κερδίζοντας την προσοχή ακόμα και του Χάρολντ Μπλουμ, ενός από τους σημαντικότερους παγκοσμίως λογοτεχνικούς κριτικούς.
Έδειξε ότι η μελέτη της αρχαίας ελληνικής φιλολογίας δεν είναι ανάγκη να περιοριστεί σε στεγανά και ότι ένας κλασικός φιλόλογος μπορεί να υπηρετήσει εξίσου και τη νεοελληνική φιλολογία.
Συχνά ανέλαβε και τον ρόλο του λογοτεχνικού κριτικού, μιλώντας για βιβλία που μόλις είχαν βγει από το τυπογραφείο από νεώτερους ή και από νεώτατους συγγραφείς.
Ας κρατήσουμε, παρόλα αυτά, σαν ύστατο αποχαιρετισμό το τομίδιο που κυκλοφόρησε λίγες ημέρες πριν από τον θάνατό του, με τίτλο «Επί του περιεχομένου» (εκδόσεις Άγρα): 24 εξαιρετικά σύντομα κείμενα για τις 24 ραψωδίες της Οδύσσειας. 24 συμπυκνωμένα δοκίμια που μπορούν να διαβαστούν και σαν ένα, ενιαίο ποίημα γραμμένο από έναν κριτικό και φιλόλογο που αφιέρωσε όλη τη ζωή του στην ποίηση.