Η συμφωνία τέθηκε σε ισχύ από προχθές, 29 Αυγούστου, καθώς η απόφαση αναρτήθηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Πρακτικά, πρόκειται για μια τυπική διαδικασία, η οποία επικυρώνει μια συμφωνία η οποία ετέθη για πρώτη φορά σε ισχύ στις 6 Νοεμβρίου του 1990 και έκτοτε ανανεώνεται κάθε χρόνο.
Μέσα στο κείμενο της ρηματικής διακοίνωσης που αναρτήθηκε σε ΦΕΚ, δεν καθορίζονται λεπτομέρειες για το περιεχόμενο της συμφωνίας αμυντικής συνεργασίας ούτε, βέβαια, για την αμοιβαιότητα αυτής, εν ολίγοις τα πιθανά ανταλλάγματα που θα μπορούσε να έχει ζητήσει η Αθήνα από την Ουάσιγκτον.
Ολα αυτά αποτελούν μια εντελώς ξεχωριστή διαδικασία, με διαπραγματεύσεις και συζητήσεις οι οποίες δεν έχουν σταματήσει να εξελίσσονται σε πολλαπλά επίπεδα. Η κυβέρνηση ενδιαφέρεται κυρίως για την πολιτική διάσταση των ζητημάτων που αναφύονται στις διεθνείς σχέσεις της Ελλάδας και πώς οι ΗΠΑ θα μπορούσαν να στηρίξουν αυτά. Σε στρατιωτικό επίπεδο σύμφωνα με την «Καθημερινή» οι συζητήσεις είναι πολύ πιο ουσιαστικές, ιδίως στο σκέλος της αμυντικής συνεργασίας, κάτι το οποίο φαίνεται από την αυξημένη αμερικανική παρουσία στην Ελλάδα τους τελευταίους μήνες. Αντιθέτως, πιο περίπλοκη είναι η κατάσταση στο θέμα των εξοπλισμών. Η Αθήνα έχει ζητήσει επανειλημμένως διευκολύνσεις, προκειμένου να εξασφαλίσει ευνοϊκούς όρους για τον εκσυγχρονισμό ή (αργότερα) την προμήθεια αεροσκαφών, αλλά και ναυτικών μονάδων.