Μόνο στην Ανατολική Αττική, και σε µία περιοχή που εκτείνεται από τον Ωρωπό έως την Παλαιά Φώκαια, έρευνα του ΕΜΠ, την οποία παρουσιάζει σήµερα το «Εθνος της Κυριακής», κατέγραψε εννέα ευάλωτους οικισµούς, οι οποίοι σε περίπτωση πυρκαγιά θεωρούνται ευάλωτοι και χρειάζονται άμεση βοήθεια.
Το παζλ της επικινδύνοτητας αυτών των περιοχών συμπληρώνουν οι επικίνδυνες φυτεύσεις, ελλιπές οδικό δίκτυο µε στενά πλάτη δρόµων (οι οποίοι στην πλειονότητά τους δεν δίνουν πρόσβαση απευθείας στη θάλασσα) και αδιέξοδα, ανύπαρκτη ρυµοτοµία, βραχώδεις ακτογραµµές, διάσπαρτες κατοικίες, αποκλεισµός των διόδων προς τη θάλασσα µε µάντρες ή περιφράξεις. Όλα αυτά σε συνδυασμό με τις υψηλές θερμοκρασίες του καλοκαιριού και την ανυπαρξία αντιπυρικών ζωνών αρκούν για να έχουμε μία ακόμη φονική πυρκαγιά.
Σύµφωνα µε τα αποτελέσµατα, οι έξι πιο ευάλωτοι σε περίπτωση πυρκαγιάς οικισµοί στην Ανατολική Αττική -µε σειρά επικινδυνότητας- είναι το Μάτι, η Κακιά Θάλασσα, η Βραυρώνα, η Χαµολιά, το Ζούµπερι και οι Αγιοι Απόστολοι (στο τµήµα τους που ανήκει στη ζώνη µείξης δάσους-κατοικιών), οι οποίοι συγκέντρωσαν τη χαµηλότερη βαθµολογία στον δείκτη που χρησιµοποιήθηκε αλλά και στη φωτοερµηνεία που ακολούθησε µέσω του Google.
Όσα κι αν είναι τα προβλήματα αυτών των οικισμών όμως δεν μπορούν να αποτελούν δικαιολογία. Αντίθετα, η πρόληψη και ο σωστός συντονισμός θα μπορέσουν να φέρουν εις πέρας με επιτυχία μία αντίστοιχη πυρκαγιά όπως αυτή στο Μάτι πέρυσι.
Ως δυνάµει επικίνδυνοι κρίθηκαν στην πρώτη κατάταξη και οι οικισµοί στο Πόρτο Ράφτη, στον Θορικό και στα Λεγρενά. Ωστόσο, εντοπίζοντας τις εγκαταστάσεις πυρόσβεσης και καταγράφοντας ακόµα και τις πισίνες ως πεδία άντλησης νερού για λόγους κατάσβεσης φωτιάς σε περίπτωση έκτακτης ανάγκης, προέκυψε ότι δεν ανήκουν στις πλέον προβληµατικές περιπτώσεις. Και αυτό γιατί στο Πόρτο Ράφτη η ακτογραµµή δεν είναι κρηµνώδης σχεδόν σε κανένα τµήµα της, ενώ διαθέτει Πυροσβεστική εντός του οικισµού αλλά και πολλές πισίνες που µπορούν να αξιοποιηθούν. Στον οικισµό του Θορικού η ακτογραµµή επίσης δεν είναι κρηµνώδης, ενώ είναι πολύ µικρός και µπορεί να εξυπηρετηθεί από την Πυροσβεστική του Λαυρίου που είναι κοντά. Ο οικισµός των Λεγρενών, δε, εµφανίζει επίσης εύκολη πρόσβαση προς τη θάλασσα.
Στο επίπεδο της προστασίας προτείνεται:
- Η δηµιουργία αντιπυρικών ζωνών µέσα στο δάσος και στους οικισµούς.
- Η αφαίρεση των περιφράξεων που εµποδίζουν την πρόσβαση στις ακτές.
- Η διαπλάτυνση των δρόµων.
- Η ύπαρξη σαφών και συνεχόµενων πινακίδων για απαγόρευση της στάθµευσης σε δρόµους που θεωρούνται κρίσιµοι σε περιπτώσεις ανάγκης διαφυγής.
- Οι διανοίξεις δρόµων ώστε να προσφέρουν πρόσβαση προς τη θάλασσα και η κατάρτιση συγκεκριµένου σχεδίου διαφυγής µε δυνατότητα επιστράτευσης όλων των πλωτών µέσων που είναι διαθέσιµα στις απειλούµενες περιοχές και πέριξ αυτών.
- Η συντήρηση και η βελτίωση του δικτύου δασικών δρόµων.
- Η δηµιουργία χώρων στάθµευσης.
- Συνολικά, όπως επισηµαίνει ο κ. Μπακογιάννης, «θα πρέπει να εκµεταλλευτούµε κάθε πρόσφορο µέτρο προστασίας και πρόληψης, κυρίως δε τις δυνατότητες που προσφέρουν οι νέες τεχνολογίες. Είναι τεχνολογικά εφικτή η δηµιουργία ενός συστήµατος πυρανίχνευσης µε αξιοποίηση ακόµα και drones µε ενσωµατωµένους αισθητήρες για την πρόληψη».
Παράλληλα, όσον αφορά στο στάδιο της διάσωσης, υπογραµµίζει την αναγκαιότητα δηµιουργίας µιας εφαρµογής για κινητά τηλέφωνα η οποία θα αξιοποιεί όλα τα δεδοµένα οδικών δικτύων, προσβάσεων στη θάλασσα, σε συνδυασµό µε τα δεδοµένα κυκλοφοριακής συµφόρησης, εµφανίζοντας τη βέλτιστη δυνατή διέξοδο για τον απειλούµενο πολίτη.