Το ιταλικό δημοψήφισμα, που κατά πολλούς κρίνει το μέλλον της Ευρωζώνης, έχει πολλά στοιχεία από το Βρετανικό και το πολιτικό του παρασκήνιο. Ο πρώην Βρετανός πρωθυπουργός διαπραγματευόταν επί μήνες με τους εταίρους του στην Ε.Ε. γα να αποσπάσει μια συμφωνία που υποσχόταν εξαίρεση της Βρετανίας περίπου από τις μισές διατάξεις των ευρωπαϊκών συνθηκών. Δηλαδή, διαπραγματευόταν ένα «μισό Brexit», και μ’ αυτό επιχείρησε να αντιμετωπίσει τους οπαδούς του «ολόκληρου Brexit». Τελικά, κέρδισαν οι δεύτεροι, που είχαν τη γοητεία του αυθεντικού.
Κατ’ αναλογία, ο Ματέο Ρέντσι που βρίσκεται στην πρωθυπουργία της Ιταλίας όχι με την ψήφο του λαού, αλλά με ένα εσωκομματικό πραξικόπημα, απειλείται με μια ήττα ανάλογη με του Κάμερον και για παρόμοιους λόγους. Ξεχνώντας το διακύβευμα του δημοψηφίσματος για τη συνταγματική αναθεώρηση, που συνιστά μια τερατώδη ισχυροποίηση της εκτελεστικής εξουσίας εν ονόματι της πολιτικής σταθερότητας, τα τελευταία 24ωρα της δαπανηρής προεκλογικής εκστρατείας του λεονταρίζει με επιχειρήματα που τσαλαβουτούν στην ατζέντα των αντιπάλων του. «Αν κερδίσει το "ναι"», είπε, «το πρώτο που θα κάνω είναι να ζητήσω από το κοινοβούλιο άδεια για να μπορέσω, αν χρειαστεί, να θέσω βέτο στην αναθεώρηση του πολυετούς προϋπολογισμού της Ε.Ε.» Ανέθεσε μάλιστα στον υφυπουργό του να απευθύνει έκκληση στην κυβέρνηση Τσίπρα για συμπόρευση στο βέτο κατά του κοινοτικού προϋπολογισμού.
Απέναντι στο «ιμιτασιόν» κερδίζει το «ορίτζιναλ»
Ο Ρέντσι, από τότε που οριστικοποίησε την ημερομηνία του δημοψηφίσματος, απειλεί με βέτο, βγάζει τη γλώσσα στον Σόιμπλε, μιλάει σαρκαστικά για την Ε.Ε., κάνει «μονομερείς ενέργειες», χωρίς να περιμένει την έγκριση του «Διευθυντηρίου» και καταφέρεται φλογερά εναντίον του ευρωπαϊκού «κατεστημένου της λιτότητας». Και- οποία αποκοτιά!- ώρες πριν το άνοιγμα της κάλπης, διαρρέει ότι έχει ήδη υποβάλει στην Κομισιόν σχέδιο κρατικής διάσωσης της τράπεζας Monte dei Paschi, με extra light εφαρμογή του bail in, δηλαδή με ελάχιστο κόστος για μετόχους και ομολογιούχους, έτοιμο να το εφαρμόσει μετά το δημοψήφισμα. Με τον τρόπο αυτό, ωστόσο, ο Ρέντσι, κινδυνεύει να πέσει θύμα της επιτυχίας του. Διότι, πολύ απλά, εδραιώνει τον «σκεπτικισμό» των Ιταλών ψηφοφόρων- και τον «ευρωσκεπτικισμό» των πολιτικών αντιπάλων του- για το προβληματικό πλαίσιο της Ε.Ε. και της Ευρωζώνης από το οποίο η Ιταλία καλό θα ήταν να απαλλαγεί. Έτσι, καθώς το καθαυτό ερώτημα του δημοψηφίσματος περιθωριοποιείται μπροστά στην ευκαιρία των ψηφοφόρων να εκτονώσουν σωρευτικά τον θυμό τους, η αναμέτρηση του «ναι» και του «όχι» εξελίσσεται σαν σύγκριση μεταξύ του «ιμιτασιόν» και του «ορίτζιναλ». Λογικό , λοιπόν, στα στοιχήματα να προηγείται το δεύτερο.
Πολιτικό σύστημα χωρίς διάδοχη λύση
Οι περισσότεροι ομονοούν ότι θα αποτελέσει έκπληξη η επικράτηση του «ναι» και η πρώτη επί κάλπης νίκη του Ρέντσι, παρά τη συστηματική εκστρατεία εξαγοράς μερίδων των ψηφοφόρων και τη δαπανηρή καμπάνια εξασφάλισης των Ιταλών ψηφοφόρων του εξωτερικού . Και για να μην εξευτελιστεί πολιτικά, εφόσον υπερισχύσει το «όχι», είναι υποχρεωμένος να τηρήσει την υπόσχεσή του να παραιτηθεί. Όπως έκανε και ο Κάμερον. Η διαφορά από τους Τόρις και τον Βρετανό πρωθυπουργό είναι ότι στο Δημοκρατικό Κόμμα υπάρχει μεν «ρεβανσιστική» διάθεση από εσωκομματικούς αντιπάλους του Ρέντσι, όπως από τον Ντ’ Αλέμα που κάνει καμπάνια υπέρ του «όχι», αλλά δεν υπάρχει κατάσταση διαδοχής, με υποψηφίους και πρόθυμους και στοιχειωδώς έτοιμους να αναλάβουν την ηγεσία του Δημοκρατικού Κόμματος – όπως έγινε με τους Τόρις και την Τερέζα Μέι- και να αποσπάσουν ψήφο εμπιστοσύνης από τη Βουλή. Εκτός αν ενεργοποιηθεί η εναλλακτική της στήριξης από το κόμμα του Μπερλουσκόνι. Ακόμη και σ’ αυτή την περίπτωση, όμως, η ζωή μιας διακομματικής κυβέρνησης θα είναι βραχύβια και η προσφυγή σε εκλογές φαίνεται να είναι αναπόφευκτη, με το κόμμα των Πέντε Αστέρων να διεκδικεί την πρωτιά και τα πλεονεκτήματα του νέου, τερατωδώς πλειοψηφικού συστήματος που ο Ρέντσι πίστευε ότι θα εκμεταλλευτεί πρώτος.
Μια επικράτηση του «όχι» οδηγεί την Ιταλία σε μια περίοδο «δημιουργικής» πολιτικής αστάθειας και νέας ανασύνθεσης του πολιτικού σκηνικού, με νέο υποψήφιο θύμα το κεντροαριστερό Δημοκρατικό Κόμμα. Αλλά, η Ιταλία είναι εξοικειωμένη σε αλλεπάλληλα πολιτικά σοκ που οδήγησαν σε εξαφάνιση άλλοτε κραταιά κόμματα. Το ερώτημα είναι πόσο μακριά μπορεί να φτάσει η επίδραση αυτού του σοκ στην υπόλοιπη Ευρώπη. Και η Ιταλία, δεν είναι Βρετανία, με τη στερλίνα της και το πλήθος «εξαιρέσεων» από το ευρωπαϊκό κεκτημένο. Είναι στον σκληρό πυρήνα του ευρώ και της Ευρωζώνης. Εξ ου και η ατμόσφαιρα «σοκ και δέος»…