Τι μπορεί να συνδέει την αλλαγή σκυτάλης στην ηγεσία του SPD, την προειδοποίηση Ντράγκι για την πανάκριβη έξοδο από την Ευρωζώνη, την απόφαση του ESM για τα βραχυπρόθεσμα μέτρα για το χρέος και την αυριανή συνεδρίαση του Eurogroup; Εκ πρώτης όψεως τίποτα. Ωστόσο, στις υποσημειώσεις των διεργασιών αυτών κυριαρχεί η διάχυτη ανησυχία που επικρατεί στις ηγετικές ελίτ της Ευρωζώνης για την ίδια την υπόστασή της. Κατά κάποιο τρόπο ένα… exit με πολλά και ποικίλα εθνικά πρώτα συνθετικά πλανάται πάνω από την Ευρωζώνη. Και πιθανότατα θα πλανάται για τους πολλούς προεκλογικούς μήνες μέχρι το φθινόπωρο των γερμανικών εκλογών. Ας δούμε τα πράγματα με τη σειρά τους.
Ο Γκάμπριελ, ο Σουλτς και η Ε.Ε. δύο ταχυτήτων
Ο αντικαγκελάριος της Γερμανίας και επικεφαλής του SPD Ζίγκμαρ Γκάμπριελ ανακοίνωσε την παράδοση του «χρίσματος» της υποψηφιότητας για την καγκελαρία στον πρώην πρόεδρο του ευρωκοινοβουλίου Μάρτιν Σουλτς. Όχι ότι υπήρχε αμφιβολία ότι εκεί θα κατέληγε η παραίτηση Σουλτς προ τριών μηνών, αλλά μεσολάβησε μια επιχείρηση θόλωσης των νερών. Ο Γκάμπριελ, έπειτα δυο κυβερνήσεις μεγάλων συνασπισμών CDU και SPD (από το 2005 μέχρι τώρα, με διάλειμμα μεταξύ 2009-2013), ανακάλυψε καθυστερημένα πόσο καταστρεπτική και για τη Γερμανία και για την Ευρώπη είναι η εμμονή Μέρκελ –Σόιμπλε στη λιτότητα. Ωστόσο, λίγο πριν ο Γκάμπριελ παραδώσει στον Σουλτς, δήλωσε στη Handelsblatt ότι το Brexit αποτελεί ένα καλό έναυσμα να εξεταστεί το σχέδιο «Ευρώπης δύο ταχυτήτων», πρώτος εισηγητής του οποίου ήταν ο Σόιμπλε. Ο Γκάμπριελ δεν διευκρινίζει αν η Ευρωζώνη που θεωρεί πυρήνα αυτού του σχεδίου θα είναι πλήρης ή με… απώλειες. Ωστόσο, αποδεικνύει ότι η βαθιά πολιτική ελίτ της Γερμανίας, παρά τις προεκλογικές συγκρούσεις, κινείται πάνω κάτω στην ίδια στρατηγική τροχιά. ‘Ετσι, ο αντίπαλος της Μέρκελ σοσιαλδημοκράτης Σουλτς, που αξιοποιώντας την εμπειρία συμμαχιών στο Ευρωκοινοβούλιο θα επιχειρήσει μια προεκλογική εκστρατεία με ανοικτό το ενδεχόμενο κυβερνητικού συνασπισμού με τους Πράσινους και τη γερμανική Αριστερά, θα υποβληθεί σε λεπτή ανάμεσα στα γερμανικά στρατηγήματα για την Ε.Ε. και τις ευαισθησίες των πιθανών συμμάχων του. Πάντα με καταλύτη τη σταθερή άνοδο του ακροδεξιού AfD.
Το «σκιάχτρο» που ύψωσε ο Μάριο Ντράγκι
Ενώ η γερμανική ηγεσία προτείνει περίπου την… ομοιοπαθητική της διχοτόμησης ως θεραπεία της Ε.Ε. και της Ευρωζώνης, ο επικεφαλής της ΕΚΤ Μάριο Ντράγκι αντιλαμβάνεται τη νομισματική ένωση ως ένα υπερευαίσθητο παζλ που η απουσία ενός κομματιού του το διαλύει. Η απάντηση που έδωσε σε δυο Ιταλούς βουλευτές για το ενδεχόμενο φυγής μιας χώρας από την ευρωζώνη ορθώνει ένα σκιάχτρο άδηλου χρέους: «Σε περίπτωση που μία χώρα εγκαταλείψει το ευρω-σύστημα, η κεντρική της τράπεζα θα πρέπει να αποπληρώσει όλες της τις υποχρεώσεις απέναντι στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα», είπε ο Ντράγκι στους Ιταλούς και πιθανότατα σε όλες τις χώρες της ΟΝΕ στις οποίες κερδίζουν έδαφος πολιτικές δυνάμεις που φλερτάρουν με το… exit. Τι σημαίνει αυτό σε αριθμούς; Ότι σε περίπτωση του… απονενοημένου, οι κεντρικές τράπεζες Ιταλίας και Ισπανίας θα έπρεπε να πληρώσουν στην ΕΚΤ, στο πλαίσιο των τραπεζικών διακανονισμών του ευρωσυστήματος (TARGET 2) περίπου από 350 δισ. εκάστη, της Γαλλίας 30 δισ., της Ελλάδας και της Πορτογαλίας περίπου από 72 δισ. Και ποιοι θα είχαν να λαμβάνουν απ’ αυτή την οδυνηρή εξόφληση; Σωστά μαντεύετε, πρώτη απ’ όλης η γερμανική κεντρική τράπεζα που έχει «πλεόνασμα» στο σύστημα διακανονισμών (δηλαδή, της χρωστάει η ΕΚΤ), 719 δισ., σύμφωνα με στοιχεία του Νοεμβρίου 2016!
Βεβαίως, το «σκιάχτρο» που υψώνει ο Ντράγκι δεν είναι αρκετό για να κατευνάσει την διάχυτη κοινωνική δυσφορία για την Ευρωζώνη που, προς το παρόν, απορροφάται κυρίως από τα κόμματα του δεξιού λαϊκισμού. Η πολιτική ηγεσία της Γερμανίας πολιορκείται από αιτήματα χαλάρωσης της αδιαλλαξίας της – και χαλάρωσης του Συμφώνου Σταθερότητας- ακόμη και από ακραιφνείς νεοφιλελεύθερους πολιτικούς, όπως ο υποψήφιος για τη γαλλική προεδρία Φιγιόν που τη Δευτέρα έσπευσε στο Βερολίνο για «κατανόηση». Άγνωστο αν την πήρε από τον Β. Σόιμπλε, ωστόσο τα ευρύτερα μηνύματα που φτάνουν στην καγκελαρία ίσως εξηγούν γιατί στον ESM, που την ίδια μέρα αποφάσισε να ενεργοποιήσει τα βραχυπρόθεσμα μέτρα για το ελληνικό χρέος δεν εκφράστηκαν γερμανικές ενστάσεις.
Το ΔΝΤ στο επίκεντρο του Eurogroup
Ωστόσο, το πιο κρίσιμο τεστ για το αν η γερμανική ηγεσία αντιλαμβάνεται στοιχειωδώς ότι είναι ώρα… χαλάρωσης, έστω και για λόγους πολιτικής αυτοσυντήρησης, είναι η αυριανή συνεδρίαση του Eurogroup. Όχι τόσο για το θέμα της αξιολόγησης στην Ελλάδα, όσο για την πανοραμική επισκόπηση της κατάστασης στην Ευρωζώνη. Στη συνεδρίαση των υπουργών Οικονομικών της Ευρωζώνης κυριαρχεί η «στρατηγική συζήτηση» για την κατάστασή της, οι συστάσεις της Κομισιόν για έναν «θετικό δημοσιονομικό προσανατολισμό» το 2017 (δηλαδή, για αύξηση δημοσίων επενδύσεων) και για ένα ευρωπαϊκό σύστημα ασφάλισης καταθέσεων (και τα δυο μπλοκάρονται από τη Γερμανία), η ενσωμάτωση του Δημοσιονομικού Συμφώνου στο εθνικό δίκαιο των χωρών και, πάνω απ’ όλα, η διαβούλευση με το ΔΝΤ επί της έκθεσης για την ευρωζώνη βάσει του άρθρου 4 του καταστατικού του Ταμείου για την κατάσταση του χρέους στη νομισματική ένωση. Από την έκθεση αυτή μπορεί να προκύψουν ενδιαφέρονται – και εξόχως ανησυχητικά – στοιχεία για τη βιωσιμότητα του χρέους πολλών χωρών, ωστόσο το ενδιαφέρον επικεντρώνεται στο ελληνικό για τους γνωστούς λόγους. Στη συζήτηση αυτή θα δοκιμαστεί αν το deal Λαγκάρντ- Σόιμπλε περί συμμετοχής του ΔΝΤ στο τρίτο Μνημόνιο ήταν ρητορικό ή όχι. Αν το ΔΝΤ ενστερνίζεται κι αυτό τις ανησυχίες για τη συνοχή της Ευρωζώνης, ίσως κάνει μια κίνηση προσέγγισης, αλλά περιμένει κάποια αντίστοιχη από το Βερολίνο. Κι αυτή δεν είναι άλλη από μια σαφή νύξη για τα μεσοπρόθεσμα μέτρα για το ελληνικό χρέος, που ενδιαφέρουν εξίσου και την ΕΚΤ. Οι πιθανότητες για γερμανική υποχώρηση στο μέτωπο αυτό είναι μικρές προς το παρόν, και θα δούμε σε ποιο βαθμό θα επηρεάσει τον Β. Σόιμπλε το βαρύ πολιτικό κλίμα στις χώρες που βρίσκονται προ εκλογών, και ειδικά οι εξελίξεις στη Γερμανία. Προσώρας, η μόνη βεβαιότητα στο ανοικτό παζάρι ΔΝΤ – Βερολίνου είναι το βαρύ τίμημα του «ενισχυμένου» δημοσιονομικού κόφτη και των άλλων μέτρων που καλείται να πάρει η ελληνική κυβέρνηση για να κλείσει η αξιολόγηση.