O Μπέρνι Μέιντοφ, ίσως ο πιο γνωστός χρηματιστής της Wall Street, απέκτησε παγκόσμια φήμη από το σχήμα Πόντσι, τη μεγαλύτερη χρηματιστηριακή απάτη στην ιστορία για την οποία καταδικάστηκε σε κάθειρξη 150 ετών.
Σημειώνεται πως «χτίζοντας πυραμίδα», ο Μέιντοφ κατέβαλε σε παλαιότερους πελάτες του κεφάλαια προερχόμενα από τους καινούργιους και τα παρουσίαζε ως αποδόσεις. Οι ζημιές που υπέστησαν θεσμικοί επενδυτές και μεγάλες τράπεζες παγκοσμίως είχαν φτάσει τα 50 δισ. δολάρια.
Η δημιουργία της «πυραμίδας»
Ο Μπέρναρντ (Μπέρνι) Μέιντοφ, γιος ενός Πολωνού υδραυλικού, γεννήθηκε το 1938 στο Κουίνς της Νέας Υόρκης. Ξεκίνησε τη χρηματιστηριακή του καριέρα ως μικροεπενδυτής, εμπορευόμενος νανομετοχές χαμηλής κεφαλαιοποίησης κάτω του 1 δολαρίου. Σε ηλικία μόλις 22 ετών, το 1960, ιδρύει την Bernard L. Madoff Investment Securities LLC, μια επενδυτική εταιρεία με πεδίο δραστηριοποίησης στο χρηματιστήριο της Νέας Υόρκης, η οποία έγινε πολύ σύντομα μία από τις μεγαλύτερες στη διαχείριση των μικρομετοχών.
Κάπου στα μέσα της δεκαετίας του ’60 ο Μέιντοφ σκαρφίζεται μια εξαιρετική ιδέα: να χρησιμοποιεί ηλεκτρονικούς υπολογιστές για να παρουσιάζει σε πραγματικό χρόνο στους πελάτες του τις διακυμάνσεις των μετοχών και τις διαφορές που παρατηρούνται ανάμεσα στην ονομαστική και την πραγματική τιμή πώλησης μιας μετοχής.
Ωστόσο, το πότε άρχισε να χτίζει την παράνομη «πυραμίδα» του παραμένει άγνωστο. Ο ίδιος υποστηρίζει ότι ξεκίνησε στις αρχές της δεκαετίας του ’90. Άλλοι εντοπίζουν παρατυπίες ήδη από τα μέσα του ’70. Και όλοι αναρωτιούνται πώς οι ελεγκτές του αμερικανικού Δημοσίου δεν είχαν αντιληφθεί τίποτα τόσα χρόνια.
Για να δημιουργεί την ψευδαίσθηση ότι τα λεφτά επενδύονται σε όλον τον πλανήτη, ο Μέιντοφ είχε στήσει ένα δαιδαλώδες δίκτυο από επιχειρήσεις–«βιτρίνα» που αναλάμβαναν να ξεπλύνουν τα κέρδη.
Με απλά λόγια, ο Μέιντοφ έβρισκε νέους πελάτες-θύματα και τα χρήματα που «επένδυαν» τα έδινε στους παλιούς πελάτες, ως απόδοση κεφαλαίων. Και η «πυραμίδα» όλο και μεγάλωνε…
Σε αντίθεση όμως με άλλα σχήματα «πυραμίδας», που πρόσφεραν μεγάλες αποδόσεις, ο Μέιντοφ, για να μην προκαλεί υποψίες, έδινε ένα 10%-12%.