«Βόμβα» από την Telegraph, που φέρνει στο φως αποχαρακτηρισμένα έγγραφα μέσα από τα οποία φαίνεται πως η επιστροφή των Γλυπτών του Παρθενώνα στην Ελλάδα θα μπορούσε να γίνει πραγματικότητα απλώς με την αλλαγή ενός νόμου.
Όπως αποκαλύπτει η βρετανική εφημερίδα, σύμφωνα με τον συγκεκριμένο νόμο του 1963, απαγορεύεται η παραχώρηση συλλογών του Βρετανικού Μουσείου. Αυτόν τον νόμο έχουν επικαλεστεί κατά καιρούς Βρετανοί αξιωματούχοι προκειμένου να μην προχωρήσει το ζήτημα της επανένωσης των Γλυπτών του Παρθενώνα.
Στο ρεπορτάζ της εφημερίδας αποκαλύπτεται ότι το 1991 ο Βρετανός πρέσβης στην Αθήνα Νείβιντ Μάιερς είχε αναφέρει για τη διαμάχη ότι «αυτό το θέμα δεν μπορούμε να το κερδίσουμε» και σύστηνε στη χώρα του να διατηρήσει μια «μετριοπαθή στάση».
«Οι Έλληνες γνωρίζουν ότι θα μπορούσαμε, να χαράξουμε ειδική νομοθεσία για την επιστροφή. Το πρόβλημα είναι ότι δεν θέλουμε», είχε τονίσει τότε σε απόρρητη έκθεσή του προς την κυβέρνηση της Βρετανίας.
Σημειώνεται πάντως πως μεγάλη μερίδα των Βρετανών που ρωτήθηκαν σε σχετική δημοσκόπηση, θεωρούν ότι τα Γλυπτά «ανήκουν στην Ελλάδα».
Έριξε το γάντι ο Μητσοτάκης σε Τζόνσον
Θυμίζουμε ότι ο πρωθυπουργός, Κυριάκος Μητσοτάκης, έθεσε ψηλά στην ατζέντα το θέμα της επιστροφής των Γλυπτών του Παρθενώνα, κατά την πρόσφατη επίσκεψή του στο Λονδίνο. Η απόφαση του Έλληνα πρωθυπουργού να θέσει εκ νέου το πάγιο ελληνικό αίτημα, αυτή τη φορά όμως επίσημα, επιτακτικά, ως «ζήτημα πρωτίστως αξιακό και πολιτικό» και με συγκεκριμένο προτεινόμενο πλαίσιο συνεννόησης μεταξύ των δύο πλευρών, επανέφερε το θέμα στην παγκόσμια επικαιρότητα.
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης είχε προϊδεάσει για αυτή την κίνηση του πριν επισκεφθεί το Λονδίνο, καθώς από την μία δεν επιθυμούσε να αιφνιδιάσει τον Βρετανό πρωθυπουργό και από την άλλη ήλπιζε σε μια θετική ανταπόκριση από τον Μπόρις Τζόνσον.
Το μομέντουμ ήταν ιδανικό. Η επέτειος των 200 χρόνων από την επανάσταση του 1821, στην οποία διαδραμάτισε καθοριστικό ρόλο η Βρετανία, ήταν μια πρώτης τάξεως ευκαιρία για τον πρωθυπουργό να επαναλάβει το πάγιο ελληνικό αίτημα για τον επαναπατρισμό των μαρμάρων.
«Το αίτημα για την επιστροφή των Γλυπτών του Παρθενώνα δεν είναι φωτοβολίδα»
«Το αίτημά μας δεν είναι φωτοβολίδα. Θα επιμείνουμε με μεθοδικότητα για να χτίσουμε τα απαραίτητα ερείσματα και στη βρετανική κοινή γνώμη για την ανάγκη επανένωσης με τα Γλυπτά του Μουσείου Ακροπόλεως. Είναι σημαντικό ζήτημα, που αφορά τις διμερείς μας σχέσεις», υπογράμμισε ο πρωθυπουργός, Κυριάκος Μητσοτάκης, μετά τη συνάντησή του με τον Μπόρις Τζόνσον, σχετικά με το αίτημα για επανένωση των Γλυπτών του Παρθενώνα στο Μουσείο της Ακρόπολης, σε συζήτησή του με τους Έλληνες δημοσιογράφους που καλύπτουν την επίσκεψή του στο Λονδίνο.
Λίγο αργότερα, μάλιστα, επανέλαβε το αίτημα, κατά το χαιρετισμό του, στα εγκαίνια της έκθεσης «Ancient Greeks: Science and Wisdom» στο Μουσείο Επιστημών του Λονδίνου. «Έθεσα το ζήτημα των Γλυπτών του Παρθενώνα στον πρωθυπουργό Μπόρις Τζόνσον και πρόθεσή μου είναι να συνεχίσω να εργάζομαι σκληρά έως την οριστική επιστροφή τους στο Μουσείο της Ακρόπολης».
Η θέση της Ντάουνινγκ Στριτ - «Κατανοούμε, αλλά είναι ζήτημα του Βρετανικού Μουσείου...»
Η βρετανική πλευρά, απ' τη μεριά της, έδειξε να «μαλακώνει» τη στάση της αναφορικά με τα Γλυπτά του Παρθενώνα, όπως εξάλλου υποστήριξε και ο «Guardian», ο οποίος είδε εμφανή αλλαγή στάσης της κυβέρνησης Τζόνσον.
Παρ' όλα αυτά, επιδίωξε να τηρήσει μία πιο ουδέτερη στάση, αφού η ανακοίνωση της Ντάουνινγκ Στριτ σημείωσε μεν ότι αναγνωρίζει «τη δύναμη των αισθημάτων του ελληνικού λαού γι' αυτό το θέμα», επανέλαβε όμως την πάγια θέση του Ηνωμένου Βασιλείου, ότι είναι ζήτημα που αφορά το συμβούλιο του Βρετανικού Μουσείου.
Αρμόδιες πηγές επισήμαιναν ότι δεν αναμενόταν κάποια θεαματική μετατόπιση από αυτήν, πολύ περισσότερο να αποσπαστεί η θετική απάντηση του Μπόρις Τζόνσον.
Όμως τα ίδια στελέχη υπογράμμιζαν ότι πλέον το Λονδίνο μπορεί να διακρίνει τη ενισχυμένη οχύρωση των ελληνικών θέσεων, καθώς πλέον συντρέχουν οι προϋποθέσεις που αποδυναμώνουν βασικά, βρετανικά επιχειρήματα. Μεταξύ άλλων είναι η λειτουργία του Μουσείου της Ακροπόλεως, το οποίο επισκέπτονται εκατομμύρια ανθρώπων κάθε χρόνο και συνεπώς δεν ευσταθεί πλέον η αιτιολόγηση ότι το Βρετανικό Μουσείο, μπορεί να προσφέρει μεγαλύτερη προβολή.