Αυτό ισχυρίζονται σε σχετική μελέτη τους Ολλανδοί ερευνητές από το Πανεπιστήμιο του Άμστερνταμ, με επικεφαλής τον James R. Allan, οι οποίοι χρησιμοποιώντας προηγμένους γεωχωρικούς αλγόριθμους χαρτογράφησαν τις βέλτιστες περιοχές για τη διατήρηση των χερσαίων ειδών και των οικοσυστημάτων σε όλο τον κόσμο. Στη συνέχεια, μέσω σεναρίων χωρικής χρήσης ποσοτικοποίησαν την έκταση της γης, της οποίας η βιοποικιλότητα κινδυνεύει από ανθρώπινες δραστηριότητες μέχρι το 2030, προτείνοντας τη βελτίωση της βιώσιμης συμβίωσης και της προστασίας των οικοσυστημάτων σε αυτές τις περιοχές.
«Η μελέτη μας είναι η τρέχουσα καλύτερη εκτίμηση για το πόση γη πρέπει να διατηρήσουμε άθικτη προκειμένου να φρενάρουμε την κρίση βιοποικιλότητας. Στην ουσία πρόκειται για ένα σχέδιο διατήρησης του φυσικού πλούτου του πλανήτη. Πρέπει να δράσουμε γρήγορα, καθώς τα μοντέλα μας δείχνουν ότι πάνω από 1,3 εκατομμύρια km2 σημαντικών βιοτόπων –έκταση μεγαλύτερη από τη Νότια Αφρική -- είναι πιθανό να έχουν αλλάξει μορφή εξαιτίας της ανθρώπινης χρήσης μέχρι το 2030, κάτι που θα ήταν καταστροφικό για την άγρια ζωή», επισημαίνει ο επικεφαλής συγγραφέας της μελέτης Τζέιμς Άλαν, συμπληρώνοντας πως περισσότερα από 1,8 δισεκατομμύρια άνθρωποι ζουν σε αυτά τα εδάφη και επομένως είναι απαραίτητες απαντήσεις που προάγουν την αυτονομία, την αυτοδιάθεση, την ισότητα και τη βιώσιμη διαχείριση για τη διαφύλαξη της βιοποικιλότητας.
Οι ερευνητές υποστηρίζουν πως η μελέτη τους είναι θεμελιώδους σημασίας σε μια εποχή όπου οι κυβερνήσεις διαπραγματεύονται το παγκόσμιο πλαίσιο για τη βιοποικιλότητα μετά το 2020. Η στρατηγική της ΕΕ για τη βιοποικιλότητα με ορίζοντα το 2030 αποτελεί ένα ολοκληρωμένο, φιλόδοξο και μακροπρόθεσμο σχέδιο για την προστασία της φύσης και την αναστροφή της υποβάθμισης των οικοσυστημάτων και έχει ως στόχο να θέσει τη βιοποικιλότητα της Ευρώπης σε τροχιά ανάκαμψης έως το 2030 περιλαμβάνοντας συγκεκριμένες δράσεις και δεσμεύσεις.
«Εδώ και μια δεκαετία οι κυβερνήσεις έχουν θέσει ως παγκόσμιο στόχο να διατηρήσουν τουλάχιστον το 17% των χερσαίων οικοσυστημάτων μέσω χαρακτηρισμών ως προστατευόμενων περιοχών και άλλων προσεγγίσεων. Ωστόσο, μέχρι το 2020 φάνηκε ότι αυτό δεν ήταν αρκετό για να σταματήσει την υποβάθμιση του φυσικού περιβάλλοντος και να αποτρέψει την κρίση βιοποικιλότητας», προσθέτει ο συν-συγγραφέας Dr. Kendall Jones, ειδικός σχεδιασμού στο Wildlife Conservation Society, συμπληρώνοντας πως ένας υψηλός στόχος που συζητείται τώρα από τα έθνη είναι η διατήρηση του 30% των χερσαίων οικοσυστημάτων μετά το 2020.
Αν και αυτό είναι ένα σπουδαίο βήμα προς τη σωστή κατεύθυνση, η μελέτη των Ολλανδών επιστημόνων ισχυρίζεται ότι χρειάζονται πιο φιλόδοξοι στόχοι και πολιτικές για τη διατήρηση της οικολογικής ακεραιότητας πέρα από τον στόχο του 30%. «Εάν τα έθνη ισχυρίζονται πως δείχνουν σοβαρότητα για τη διαφύλαξη της βιοποικιλότητας και των υπηρεσιών οικοσυστήματος που στηρίζουν τη ζωή Γη, τότε πρέπει αμέσως να κλιμακώσουν τις προσπάθειές τους για τη διατήρησή της, όχι μόνο σε έκταση και ένταση αλλά και σε αποτελεσματικότητα», λέει ο Jones.
Οι ερευνητές ισχυρίζονται ότι η μελέτη τους παρέχει προτάσεις για τον προγραμματισμό διατήρησης και ανάπτυξης οικοσυστημάτων και πως μπορεί να καθοδηγήσει στη μελλοντική λήψη κυβερνητικών αποφάσεων. Τονίζουν επίσης ότι όλες οι προσδιορισμένες εκτάσεις δεν πρέπει απαραίτητα να χαρακτηρίζονται ως προστατευόμενες περιοχές, αλλά να υπόκεινται σε διαχείριση μέσω ενός ευρέος φάσματος στρατηγικών για τη διατήρηση των ειδών και των οικοσυστημάτων.
«Οι δράσεις διατήρησης που προάγουν την αυτονομία και την αυτοδιάθεση των ανθρώπων που ζουν σε αυτή τη γη, διατηρώντας ταυτόχρονα την οικολογική ακεραιότητα είναι ζωτικής σημασίας. Διαθέτουμε πολλά αποτελεσματικά εργαλεία διατήρησης, από την ενδυνάμωση και ενθάρρυνση των αυτόχθονων πληθυσμών να διαχειρίζονται το φυσικό τους περιβάλλον, μέχρι τις πολιτικές που περιορίζουν την αποψίλωση των δασών ή παρέχουν βιώσιμες επιλογές διαβίωσης και φυσικά την προστασία συγκεκριμένων περιοχών», καταλήγει ο Δρ.Άλαν.
Η μελέτη δημοσιεύτηκε στο επιστημονικό περιοδικό Science.