Τέσσερις διαφορετικοί τύποι μοναρχίας έχουν «επιβιώσει» μέχρι σήμερα, ενώ 43 συνολικά χώρες έχουν ακόμη αυτό το πολίτευμα.
Ξεκινώντας από τη Συνταγματική Μοναρχία, χαρακτηριστικά παραδείγματα αποτελούν η Ιαπωνία, η Δανία και βέβαια το Ηνωμένο Βασίλειο.
Στα κράτη αυτά, ο μονάρχης μοιράζεται την εξουσία με μια συνταγματικά θεμελιωμένη κυβέρνηση κι έχει τελετουργικά καθήκοντα και ορισμένες ευθύνες, καμία όμως πολιτική εξουσία.
Για παράδειγμα, ο μονάρχης του Ηνωμένου Βασιλείου πρέπει να υπογράψει όλους τους νόμους για να τους κάνει επίσημους, αλλά δεν έχει την εξουσία να τους αλλάξει ή να απορρίψει νέους νόμους.
Στη συνέχεια έχουμε την Απόλυτη Μοναρχία, όπου ο μονάρχης έχει πλήρη και απόλυτη πολιτική εξουσία. Μπορεί να τροποποιήσει, να απορρίψει ή να δημιουργήσει νόμους, να εκπροσωπήσει τα συμφέροντα της χώρας στο εξωτερικό, να διορίσει πολιτικούς ηγέτες και ούτω καθεξής.
Ακολουθούν μερικά παραδείγματα χωρών με απόλυτες μοναρχίες:
- Σαουδική Αραβία
- Πόλη του Βατικανού
- Εσουατίνι (παλαιότερα γνωστή ως Σουαζιλάνδη)
Στην περίπτωση της Ομοσπονδιακής Μοναρχίας, ο μονάρχης υπηρετεί ως ηγέτης με διακοσμητικό ρόλο μίας ομοσπονδίας κρατών που έχουν τις δικές τους κυβερνήσεις, ή ακόμα και μοναρχίες.
Τέτοιες περιπτώσεις είναι τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα και η Μαλαισία.
Η Μαλαισία, μάλιστα, αποτελεί μια μοναδική μορφή ομοσπονδιακής μοναρχίας. Κάθε πέντε χρόνια, οι βασιλικοί ηγέτες κάθε πολιτείας επιλέγουν μεταξύ τους ποιος θα είναι ο μονάρχης ή ο «Yang di-Pertuan Agong», της Μαλαισίας και των αντίστοιχων πολιτειών. Επιπλέον, η μοναρχία είναι επίσης συνταγματική, επιτρέποντας σε ένα δημοκρατικά εκλεγμένο σώμα να κυβερνά.
Τέλος, υπάρχει και η Μικτή Μοναρχία, στην οποία ένας απόλυτος μονάρχης μπορεί να διαιρεί τις εξουσίες με διαφορετικούς τρόπους, αναλόγως τη χώρα.
Ακολουθούν μερικά παραδείγματα χωρών με μικτές μοναρχίες:
- Ιορδανία
- Μαρόκο
- Λιχτενστάιν
Είναι ενδιαφέρον ότι το Λιχτενστάιν είναι η μόνη ευρωπαϊκή μοναρχία που εξακολουθεί να ασκεί αυστηρή αγνική πρωτογένεια. Στην αγνική πρωτογένεια, ο βαθμός συγγένειας καθορίζεται με τον εντοπισμό της καταγωγής από τον πλησιέστερο κοινό πρόγονο μέσω των αρσενικών προγόνων, αποκλείοντας ουσιαστικά τις γυναίκες της οικογένειας.