Αποτέλεσμα αυτής της ενεργοποίησης ήταν να πραγματοποιηθεί τηλεφωνική επικοινωνία ανάμεσα στην κα Κούνεβα και στον κ. Σταθάκη, την περασμένη Τετάρτη. Ο υπουργός Οικονομίας και Ανάπτυξης, μετέφερε στην ευρωβουλευτή τον προβληματισμό και την εκτίμηση της κυβέρνησης ότι δεν υπάρχει χρόνος για αναζήτηση εναλλακτικών λύσεων και πως η πρόταση της Τράπεζας Πειραιώς για πώληση των εργοστασίων στη Σερβία και διαγραφή μέρους των δανείων είναι μονόδρομος, προκειμένου να μη χαθεί μια ολόκληρη χρονιά παραγωγής.
Η κα Κούνεβα, πάντως, έχοντας αναζητήσει πληροφόρηση από εργαζόμενους και συνεργάτες της Ελληνικής Βιομηχανίας Ζάχαρης στην Ελλάδα και στη Σερβία, εκφράζει την πίστη ότι υπάρχει λύση για την εταιρεία, «χωρίς να πουληθεί δημόσια περιουσία, χωρίς να χαθούν θέσεις εργασίας και χωρίς να χαθεί η ελληνική παρουσία στην παραγωγή ενός στρατηγικού προϊόντος, όπως είναι η ζάχαρη, που είναι σημαντική και για τους Έλληνες παραγωγούς τεύτλων».
Ειδικά για τα εργοστάσια της ΕΒΖ στη Σερβία, η κα Κούνεβα θεωρεί ότι αποτελούν «φιλέτο και ίσως θα ήταν λάθος να θυσιαστούν». Επίσης, πιστεύει ότι «λόγω της απελευθέρωσης της τιμής της ζάχαρης από το 2017, αλλά και λόγω της σημασίας που κατέχει το συγκεκριμένο προϊόν στην ευρωπαϊκή και παγκόσμια αγορά, οι ενέργειες που θα αναληφθούν πρέπει να εντάσσονται σε ένα σχέδιο στρατηγικής ανάπτυξης του κλάδου και να μην αποβλέπουν μόνο σε βραχυπρόθεσμες λύσεις».
Η ευρωβουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ επιμένει ότι «οι τράπεζες που έχουν επανειλημμένα διασωθεί με χρήματα των Ελλήνων φορολογουμένων, δεν μπορούν να αποφασίζουν με τόση ευκολία την πώληση πολύτιμων, παραγωγικών δημόσιων περιουσιακών στοιχείων. Όπως έχουν αποφασίσει να αναδιαρθρώσουν δάνεια και να παγώσουν οφειλές δεκάδων εκατομμυρίων για μεγάλους, υπερχρεωμένους ιδιωτικούς ομίλους, το ίδιο μπορούν να κάνουν και για την Ελληνική Βιομηχανία Ζάχαρης».
Στο πλαίσιο αυτό θεωρεί ότι «η κυβέρνηση πρέπει να εξαντλήσει τα περιθώρια επιρροής της για μια βιώσιμη λύση, χωρίς να πουληθεί δημόσια περιουσία, όπως οι θυγατρικές στη Σερβία, που η λειτουργία τους μπορεί να φέρει τα επόμενα 4-5 χρόνια κέρδη πολύ υψηλότερα από το τίμημα της πώλησής τους».