Η νέα φορολογική μεταρρύθμιση θα πλήξει την πραγματική οικονομία αναφέρει το Γραφείο Προυπολογισμού της Βουλής (ΓΠΚΒ) στην τριμηνιαία έκθεση που εξέδωσε σχετικά με τις επιπτώσεις που θα έχουν οι επικείμενες επιβαρύνσεις απο τους έμμεσους φόρους που προωθεί η κυβέρνηση.
Όπως αναφέρει στην έκθεση του το Γραφείο Προυπολογισμού, στην προσπάθεια να ολοκληρωθεί η πρώτη αξιολόγηση του τρίτου προγράμματος, η ελληνική Κυβέρνηση έχει προτείνει ένα εξαιρετικά φοροκεντρικό μίγμα μέτρων για το σκοπό αυτόν. Περαιτέρω προβληματισμό προκαλεί και η επικείμενη σημαντική αύξηση των έμμεσων φόρων, όταν μάλιστα, εκτός των περικοπών στις επικουρικές συντάξεις και εν μέρει στις αμυντικές δαπάνες των οποίων όμως η εφαρμογή εν τέλει παραμένει εν αμφιβόλω δε φαίνεται να εξετάζονται άλλες παρεμβάσεις στο σκέλος των δαπανών.
Για άλλη μια φορά σύμφωνα με την έκθεση παρατηρείται μεγάλη υπεροχή των φόρων έναντι των δαπανών στη στάθμιση των δημοσιονομικών μέτρων. Δεν είναι η πρώτη φορά που συμβαίνει αυτό, ειδικά κατά την περίοδο των μνημονίων, όπως έχει αναδείξει και το ΓΠΚΒ. Ακόμα και πριν την περίοδο της κρίσης όμως, οι δημοσιονομικές προσαρμογές της Ελλάδας βασίζονταν κυρίως σε αυξήσεις φόρων (περίπου κατά μέσο όρο 60%).
Σύμφωνα με τη σχετική εμπειρία και βιβλιογραφία,μια δημοσιονομική προσαρμογή πρέπει να βασίζεται τουλάχιστον κατά 70% σε περικοπές δαπανών (εξαιρουμένων των επενδυτικών) και το πολύ σε 30% αυξήσεις εσόδων (συμπεριλαμβανομένων των εσόδων από καταπολέμηση της φοροδιαφυγής). Στην περίπτωση αυτή, αυξάνονται οι πιθανότητες επίτευξης μιας διατηρήσιμης δημοσιονομικής προσαρμογής και επηρεάζονται θετικά οι μακροοικονομικές επιδράσεις της προσαρμογής (περιορισμένες βραχυχρόνιες αρνητικές μακροοικονομικές συνέπειες, με την οικονομία να ανακάμπτει σε σύντομο χρονικό διάστημα). Στην αντίθετη περίπτωση, μια δημοσιονομική προσαρμογή που βασίζεται σε μεγάλο βαθμό σε αυξήσεις φόρων και μείωση των δημοσίων επενδύσεων είναι εύκολα ανατρέψιμη και οδηγεί την οικονομία σε βαθύτερη και μεγαλύτερης διάρκειας ύφεση.
Τα βασικά πλεονεκτήματα ενός έντονα δαπανοκεντρικού μίγματος δημοσιονομικής προσαρμογής συνοψίζονται ως εξής:
Είναι πιο φιλικό προς την ανάπτυξη,υπό την έννοια της «επεκτατικής δημοσιονομικής προσαρμογής». Η μείωση των πρωτογενών δαπανών διαμορφώνει ευνοϊκές προσδοκίες στον ιδιωτικό τομέα για μικρότερο δημόσιο τομέα στο μέλλον και άρα μικρότερη ανάγκη για επιπλέον φορολογικές επιβαρύνσεις. Αυτές οι θετικές προσδοκίες για το μέλλον αυξάνουν τις επενδύσεις και την ιδιωτική κατανάλωση σήμερα και με τον τρόπο αυτόν όχι μόνο περιο-ρίζονται οι αρνητικές επιπτώσεις της προσαρμογής βραχυχρόνια, αλλά επίσης η οικονομία εισέρχεται και σε φάση διατηρήσιμης μεγέθυνσης.
Οδηγεί σε μεγαλύτερη σε μέγεθος και πιο διατηρήσιμη προσαρμογή,καθώς είναι πιο δύσκολα ανατρέψιμη, δεδομένου ότι οι δημόσιες δαπάνες σε σχέση με τους φόρους επηρεάζονται σε μικρότερο βαθμό από τις οικονομικές διακυμάνσεις. Συγκεκριμένα, η πτώση της οικονομικής δραστηριότητας (ύφεση) θα αυξήσει τη δαπάνη για επιδόματα ανεργίας, ενώ από την άλλη πλευρά θα μειώσει το σύνολο σχεδόν των φορολογικών εσόδων. Είναι σαφές λοιπόν ότι η μόνιμη περικοπή δαπανών αποτελεί πιο «ελέγξιμη» και «ασφαλή» επιλογή.
Δεν πλήττει την ανταγωνιστικότητα, σε αντίθεση με ένα φοροκεντρικό μίγμα, όπου οι συνεχείς μεταβολές του φορολογικού συστήματος εκτός των λειτουργικών δυσκολιών που παρουσιάζουν, πλήττουν το περιβάλλον στο οποίο λειτουργούν οι επιχειρήσεις (που επιθυμούν σταθερότητα του φορολογικού συστήματος), ενώ είναι πιθανό να οδηγήσουν και σε αυξήσεις τιμών που επηρεάζουν περαιτέρω αρνητικά την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας. Επίσης, δεδομένου του επιζήμιου φορολογικού ανταγωνισμού στην ΕΕ, αλλά και το κενό επενδύσεων στην Ελλάδα, είναι πιθανόν να ενταθεί η μετανάστευση επιχειρήσεων σε γειτονικές χώρες με χαμηλότερη φορολογία, όπως ακόμα και το κλείσιμο περισσότερων επιχειρήσεων.
Πάντα σύμφωνα με το Γραφείο Προυπολογισμού της Βουλής είναι κοινωνικά πιο δίκαιο και πιο αποτελεσματικό, υπό την έννοια ότι, με δεδομένη την τεράστια φοροδιαφυγή στην Ελλάδα, το αποτέλεσμα εκτεταμένης αύξησης των φόρων μπορεί να μην επιφέρει τα επιθυμητά δημοσιονομικά αποτελέσματα, να αυξήσει περαιτέρω τη φοροδιαφυγή, ενώ τα βάρη να τα επωμιστούν κατά κύριο λόγο για μια φορά ακόμα οι διαχρονικά συνεπείς φορολογούμενοι (κυρίως μισθωτοί και οι συνταξιούχοι). Επιπλέον, οι αυξήσεις των έμμεσων φόρων (ΦΠΑ και ειδικοί φόροι κατανάλωσης) εντείνουν τις ήδη οξυμένες κοινωνικές ανισότητες, θεωρούμενοι ως οι πιο άδικοι φόροι. Επίσης, όσον αφορά την αποτελεσματικότητα, δεδομένου ότι κρίνεται απαραίτητο πριν από κάθε αύξηση φορολογι-κού συντελεστή, να έχει εξασφαλιστεί η μεγαλύτερη δυνατή εισπραξιμότητα του φόρου, τίθεται εν αμφιβόλω η επίτευξη των δημοσιονομικών στόχων. Απόδειξη αποτελεί η διαχρονική υστέρηση των φορολογικών εσόδων, η αύξηση των ληξιπρόθεσμων οφειλών προς το δημόσιο, η οποία συνεχίζεται και κατά το πρώτο δίμηνο του 2016. Με άλλα λόγια η καταπολέμηση της φοροδιαφυγής και της φοροαποφυγής πρέπει να αποτελεί την προτεραιότητα. Το ΓΠΚΒ έχει υποστηρίξει την επέκταση της χρήσης καρτών, ως ένα άμεσο μέτρο προς την κατεύθυνση της καταπολέμησης της φοροδιαφυγής, ιδιαίτερα του ΦΠA. Η σημαντική αύξηση που παρου-σιάζει η χρήση καρτών, ιδίως μετά την επιβολή των περιορισμών στην κίνηση κεφαλαίων το περασμένο καλοκαίρι, πρέπει να στηριχθεί άμεσα και με σαφείς νομοθετικές πρωτοβουλίες προς την κατεύθυνση αυτή.
Σε κάθε περίπτωση, σε όρους διαθεσίμου εισοδήματος των νοικοκυριών, η μεγάλη αύξηση της φορολογίας οδηγεί στα ίδια αποτελέσματα με τη μείωση του ονομαστικού εισοδήματος, με πολύ χειρότερες όμως μακροοικονομικές και κοινωνικές επιπτώσεις.
Αντίστοιχα, παρόμοια πρέπει να είναι η στόχευση και ως προς τη διαχείριση του «δημοσιονομικού χώρου» που ενδεχομένως προκύψει. Με άλλα λόγια, κρίνεται πιο σκόπιμη η στοχευμένη μείωση των φορολογικών συντελεστών (ιδιαίτερα των πιο στρεβλωτικών σε κεφά-λαιο και εργασία), παρά η γενικευμένη αύξηση των δαπανών.
Ένα δαπανοκεντρικό μίγμα αποτελεί απλά μία μόνο από τις προϋποθέσεις επιτυχίας μιας δημοσιονομικής προσαρμογής. Πρέπει να συντρέχουν δηλαδή και άλλες προϋποθέσεις, που σχετίζονται με τις αρχικές συνθήκες, την ιδιοκτησία (ownership) και άλλα εγγενή χαρακτηριστικά του προγράμματος και της οικονομίας, ολοκλήρώνει η έκθεση του Γραφείο Προυπολογισμού της Βουλής.
Όπως είναι γνωστό με το Σχέδιο Νόμου για το Ασφαλιστικό και το Φορολογικό που κατατέθηκε στη Βουλή, ορίζεται ότι
Καθορίζονται νέα κλιμάκια και ποσοστά φόρου της κλίμακας εισοδήματος από μι-σθωτή εργασία και συντάξεις, με διατήρηση στο 22% του φορολογικού συντελεστή για εισοδήματα έως € 20.000, ενώ διαμορφώνονται δύο ενδιάμεσα κλιμάκια εισο-δήματος (από € 20.001 - € 30.000 με φορολογικό συντελεστή 29% και από € 30.001 - € 40.000 με φορολογικό συντελεστή 37%) και αύξηση του ανώτερου φορολογικού συντελεστή στο 45% (από 42%), ο οποίος θα εφαρμόζεται για τα άνω των € 40.001 ποσά (αντί των € 42.000 που ισχύει).
Η προβλεπόμενη μείωση του φόρου αναπροσαρμόζεται στο ποσό των € 2.000 για εισοδήματα έως € 20.000 (από € 2.100 που ισχύει για εισοδήματα ως € 21.000), ενώ για εισοδήματα άνω των € 20.000 το ποσό της μείωσης μειώνεται κατά 10/ 1.000 φορολογητέου εισοδήματος από μισθούς και συντάξεις (αντί κατά 100/1.000 για εισοδήματα άνω των € 21.000).
- Οι άμεσες ενισχύσεις του πρώτου Πυλώνα της Κοινής Γεωργικής Πολιτικής, με εξαίρεση τις πράσινες και τις συνδεδεμένες, αποτελούν κέρδος από επιχειρηματική δραστηριότητα.
- Επίσης, τα εισοδήματα από επιχειρηματική δραστηριότητα φορολογούνται με την κλίμακα για μισθωτή εργασία και συντάξεις, αφού προστεθούν στα ποσά από τις εν λόγω αιτίες, ενώ τα εισοδήματα από ατομική αγροτική επιχείρηση, φορολογούνται αυτοτελώς με βάση την ίδια κλίμακα (μισθωτής εργασίας και συντάξεων). Η μείωση φόρου δεν εφαρμόζεται στα εισοδήματα από επιχειρηματική δραστηριότητα, ενώ εφαρμόζεται για τα εισοδήματα από ατομική αγροτική επιχείρηση.
- Αυξάνεται ο συντελεστής φορολόγησης των μερισμάτων και της συνακόλουθης παρακράτησης από το 10% στο 15%. Επανακαθορίζεται επίσης, η κλίμακα φορολόγη-σης του εισοδήματος από ακίνητη περιουσία [για εισοδήματα μέχρι €12.000 ο φορολογικός συντελεστής ορίζεται στο 15% (από 11%), για εισοδήματα από € 12.001 έως € 35.000 στο 35% (από 33%), ενώ θεσπίζεται και νέο κλιμάκιο για εισοδήματα από € 35.001 και άνω για τα οποία ορίζεται φορολογικός συντελεστής 45% (ενώ και για αυτά ίσχυε συντελεστής 33%)].
- Η ειδική εισφορά αλληλεγγύης που επιβάλλεται στα εισοδήματα άνω των € 12.000 ενσωματώνεται στον κώδικα φορολογίας εισοδήματος και υπολογίζεται πλέον βάσει της οριζόμενης κλίμακας και όχι επί του συνολικού ποσού. Οι συντελεστές της εισφο-ράς κυμαίνονται από 2,2% (για το κλιμάκιο εισοδήματος από € 12.001 - € 20.000) έως 10% (για το μέρος του εισοδήματος που υπερβαίνει τα € 220.000).
Ο νέος τρόπος υπολογισμού της εισφοράς ισχύει από τη δημοσίευση του νόμου, ενώ οι λοιπές τροποποιήσεις αφορούν τα εισοδήματα που θα αποκτηθούν το 2016. Επίσης, καταργείται το ειδικό τέλος των € 0,05 ανά στήλη του ΟΠΑΠ, ενώ αυξάνεται και η συμμετοχή του Ελληνικού Δημοσίου σε 35% από 30% στα έσοδα επί του μικτού κέρδους που αφορά ποσά τα οποία προέρχονται από την εκμετάλλευση της δραστηριότητας τυχερών παιγνίων του κατόχου της σχετικής άδειας.