Είναι ενδεικτικό ότι τα τελευταία 18 χρόνια το Δημόσιο δαπάνησε περί τα 12 δισ. ευρώ σε επιχορηγήσεις των Αναπτυξιακών Νόμων. Κοινά χαρακτηριστικά των διαφόρων αυτών προσπαθειών ήταν η υψηλή συγκέντρωση των επιχορηγήσεων σε λίγα επενδυτικά σχέδια, άνιση κατανομή των κονδυλίων σε πολύ συγκεκριμένους κλάδους (το 72% αφορούσε ενέργεια και τουρισμό) και σχέδια χαμηλής και σχετικά χαμηλής τεχνολογίας. Το αποτέλεσμα ήταν απλά και μόνο η αναπαραγωγή ενός στρεβλού παραγωγικού υποδείγματος.
Αγροτοδιατροφή και Τεχνολογία στο επίκεντρο
"Πλέον εγκαταλείπουμε τη λογική αυτή, δεν προχωράμε σε οριζόντιες ενισχύσεις αλλά δίνουμε ισχυρά κίνητρα σε επενδύσεις με κλαδικά και γεωγραφικά κριτήρια, με έμφαση στους τομείς υψηλής προστιθέμενης αξίας, όπου η χώρα έχει ισχυρό ανταγωνιστικό πλεονέκτημα. Αν μπορούσαμε να διακρίνουμε δύο κλάδους στους οποίους αποδίδουμε απόλυτη προτεραιότητα, είναι της Αγροδιατροφής και των Τεχνολογιών Πληροφορικής και Επικοινωνίας, ενώ στο επίκεντρο βρίσκονται επίσης τα επιχειρηματικά δίκτυα, η νεανική επιχειρηματικότητα, η κοινωνική οικονομία, οι καινοτόμες επιχειρήσεις και οι νέοι επιστήμονες", ανέφεραν κυβερνητικοί παράγοντες.
Ο Νόμος λειτουργεί κατά βάση με φορολογικά κίνητρα και προβλέπει χρήση των λεγομένων νέων επιστρεπτέων χρηματοδοτικών εργαλείων μόχλευσης. Επίσης, προβλέπει απλοποίηση των διαδικασιών αξιολόγησης-ελέγχου, βέλτιστο συντονισμό με άλλα προγράμματα ενίσχυσης των επιχειρήσεων, ενώ δίνει έμφαση στην απασχόληση που θα δημιουργείται από κάθε επένδυση ως βασικό κριτήριο αξιολόγησης των προτάσεων. Προβλέπει, επίσης, σταθερό φορολογικό καθεστώς για τις πολύ μεγάλες επενδύσεις.