Όπως είπε, τα προβλήματα που εμποδίζουν την ανάπτυξη της ψηφιακής οικονομίας στην Ελλάδα, παραπέμπουν σε ένα γενικότερο - διαχρονικό - έλλειμμα: Στην απουσία μίας συνεκτικής στρατηγικής που θα εφαρμόζεται με συνέπεια και συνέχεια, ανεξάρτητα με την εναλλαγή των κυβερνήσεων. Μία στρατηγική που θα ξεκινά από την υποδομή και την παροχή κινήτρων προς τις επιχειρήσεις και θα φθάνει μέχρι την ανάπτυξη των δεξιοτήτων.
"Με άλλα λόγια: Δεν έχει νόημα να έχουμε ένα δημόσιο τομέα που διαθέτει υποδομές και - ακριβό, συνήθως - εξοπλισμό, αλλά κατακερματισμένα συστήματα, που δεν συνδέονται μεταξύ τους. Δεν έχει νόημα να δημιουργούμε ευρυζωνικές υποδομές και να επιβαρύνουμε με φόρους το κόστος χρήσης τους. Δεν μπορούμε να περιμένουμε από τις επιχειρήσεις - τις μικρές και μεσαίες - να επενδύσουν στην ψηφιακή αναβάθμιση, όταν δεν μπορούν να αντλήσουν κεφάλαια ή, όταν δεν έχουν ανθρώπους, για να διαχειριστούν τα ψηφιακά εργαλεία" σημείωσε ο ίδιος.
Σε προτεραιότητα - σημείωσε - ότι θα πρέπει να τεθούν ζητήματα, όπως:
- Η διευκόλυνση πρόσβασης σε χρηματοδότηση για νέες καινοτόμες επιχειρήσεις, μέσω τραπεζικού συστήματος, αλλά και άλλων εργαλείων, όπως τα δίκτυα επιχειρηματικών αγγέλων.
- Η εναρμόνιση του ελληνικού θεσμικού πλαισίου με τα διεθνή πρότυπα σε θέματα που σχετίζονται με διεθνοποίηση επιχειρήσεων, προστασία πνευματικής ιδιοκτησίας, κτλ.
- Η ενίσχυση των προγραμμάτων πληροφορικής στην τριτοβάθμια εκπαίδευση.
- Η δημιουργία αποτελεσματικών τρόπων δικτύωσης μεταφοράς τεχνολογίας από την εκπαίδευση προς τις επιχειρήσεις.
- Η επένδυση σε προγράμματα δια βίου μάθησης για επιχειρηματίες και εργαζομένους.
- Η διάδοση καλών πρακτικών για την προώθηση του ψηφιακού επιχειρείν, με την αξιοποίηση θεσμοθετημένων φορέων της επιχειρηματικότητας, όπως είναι τα Επιμελητήρια.
- Η διεύρυνση της χρήσης ψηφιακών εργαλείων από τη δημόσια διοίκηση, ιδιαίτερα όσον αφορά στις συναλλαγές με επιχειρήσεις. Η Κεντρική Ένωση Επιμελητηρίων αξιοποιεί ήδη το εργαλείο της ψηφιακής υπογραφής.