Η παραπολιτική αφήγηση όσων συνέβησαν στις Βρυξέλλες κατά τη μακρά νύχτα του Eurogroup έχει σημειολογικό, αλλά και πραγματικό ενδιαφέρον. Το Reuters περιέγραψε ότι ο Πολ Τόμσεν επί ώρες περίμενε τηλεφωνικά την απάντηση της Λαγκάρντ στην πρόταση των Ευρωπαίων και τελικά δέχθηκε απογοητευμένος τη «γραμμή» για συναίνεση. Προφανώς, η πολύωρη διακοπή του Eurogroup δεν έγινε τόσο για να «μελετήσει» η Λαγκάρντ τις ευρωπαϊκές προτάσεις, όσο για να πάρει κι αυτή «γραμμή» από τα μεγάλα αφεντικά του Ταμείου, κυρίως την αμερικανική ηγεσία.
Έχει λεχθεί με όλους τους δυνατούς τρόπους ότι η απόφαση του Eurogroup αποτελεί έναν πολιτικό συμβιβασμό, με τις μεγαλύτερες δυνατές υποχωρήσεις από την πλευρά του ΔΝΤ και τις ελάχιστες από την γερμανική πλευρά. Αυτό προκύπτει κυρίως από το γεγονός ότι το ΔΝΤ, με την έκθεση βιωσιμότητας του ελληνικού χρέους που δημοσιοποίησε την παραμονή της συνεδρίασης, έβαλε πολύ ψηλά τον πήχη των απαιτήσεών του, σε επίπεδα απαγορευτικά για τη γερμανική πλευρά. Κατά κάποιο τρόπο, το μήνυμα της έκθεσης αυτής ήταν «προχωρήστε στην τρίτη ελληνική διάσωση χωρίς εμάς». Κι αυτό τονίζει πιο εμφατικά την υποχώρησή του.
Από την άλλη πλευρά, ο χρόνος επτά μηνών που παίρνει το ΔΝΤ για να «μελετήσει» τα νέα δεδομένα, να κάνει νέα έκθεση βιωσιμότητας και να αποφασίσει αν θα μπει στο πρόγραμμα ως δανειστής, του αφήνει μια πρωτοβουλία κινήσεων, ανοικτή και στο ενδεχόμενο αποχώρησης, με αποτέλεσμα η συμφωνία να παίρνει περισσότερο τον χαρακτήρα «ανακωχής» και λιγότερο συμβιβασμού.
Κι αυτό, διότι προκύπτουν σοβαρές απορίες από τη βεβαιότητα που εκπέμπει ο Β. Σόιμπλε ότι «το ΔΝΤ θα συμμετάσχει οπωσδήποτε και οικονομικά στο πρόγραμμα» ή από την προειδοποίηση Ντάισελμπλουμ ότι «χωρίς το ΔΝΤ δεν υπάρχει πρόγραμμα». Αλήθεια, τι σημαίνει αυτό; Τι θα συμβεί αν το Δ.Σ. του Ταμείου τον Νοέμβριο ή τον Δεκέμβριο κρίνει ότι δεν πληρούνται οι όροι του καταστατικού του; Θα διακόψουν οι Ευρωπαίοι το πρόγραμμα; Θα σταματήσουν τον δανεισμό και τις αξιολογήσεις και θα επαναφέρουν το Grexit; Κι αυτό γιατί; Για τα 6 ή 8 δισ. τα οποία θα κληθεί να δανείσει το ΔΝΤ, που έχει ήδη γλιτώσει τα διπλά από τη διακοπή του δεύτερου Μνημονίου;
Προφανώς, κάτι μεγαλύτερο παίζεται εδώ, που πιθανά να έχει λιγότερο σχέση με την Ελλάδα και περισσότερο με άλλα, πολύ πιο βαριά προβλήματα της Ευρωζώνης.
Η ατυχής πεντάμηνη διαπραγμάτευση της πρώτης κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ- ΑΝΕΛ άφησε και μια παρακαταθήκη χρήσιμων πληροφοριών που αντλήθηκαν από τις γεμάτες ένταση, αλλά και περιέργεια συναντήσεις ανάμεσα στις δυο άγνωστες τότε μεταξύ τους πλευρές, τους «εξωτικούς» τότε εκπροσώπους του ΣΥΡΙΖΑ και τους βασικούς εκπροσώπους των δανειστών.
Σε μια από τις συναντήσεις αυτές, όταν ο Β. Σόιμπλε ρωτήθηκε από αξιωματούχο της ελληνικής πλευράς γιατί είναι τόσο ζωτική γι’ αυτόν η συμμετοχή του ΔΝΤ, ο γερμανός υπουργός Οικονομικών εκμυστηρεύτηκε στον συνομιλητή του ότι ο βασικός λόγος δεν ήταν η Ελλάδα, αλλά η Ευρωζώνη στο σύνολό της. «Θέλω το ΔΝΤ στο Παρίσι», ήταν η χαρακτηριστική αποστροφή που του αποδίδεται. Το Παρίσι είναι η έδρα του δίδυμου οργανισμού του ΔΝΤ, της Παγκόσμιας Τράπεζας, που παραδοσιακά έχει πρόεδρο Αμερικανό ή αμερικανικής επιλογής πρόσωπο, αντίστροφα από το ΔΝΤ που έχει πάντα Ευρωπαίο πρόεδρο, αν και η έδρα του είναι στην Ουάσιγκτον. Ο γερμανός πολιτικός, που το μόνο που δεν μπορεί να του καταλογίσει κανείς είναι έλλειψη στρατηγικής σκέψης, είχε στο μυαλό του μια «τράμπα» ανάμεσα στους δίδυμους οργανισμούς, όχι για λόγους συμβολισμού, αλλά για λόγους ουσίας.
Η Παγκόσμια Τράπεζα μπορεί αφιερωθεί στη χρηματοδότηση της φτωχότερης καπιταλιστικής περιφέρειας, ώστε το ΔΝΤ, που έχει και πιο πλούσιο ταμείο, να επικεντρώσει τη δράση του στα καπιταλιστικά κέντρα, πρωτίστως στην Ευρώπη που κάθεται πάνω σε βουνά κρατικού χρέους, κυρίως γαλλικού και ιταλικού. Αυτός ήταν κι ο λόγος που η γερμανική ηγεσία, ενώ αρνούνταν πεισματικά να προικοδοτήσει τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας (ESM) με ένα αξιόλογο αποθεματικό, ταυτόχρονα επέμεινε και επέβαλε να γίνει το ΔΝΤ συστατικό στοιχείο της Συνθήκης και του καταστατικού του ESM. Ο λογιστικός υπολογισμός της γερμανικής στρατηγικής τεκμηριώνεται και από τους κρίσιμους αριθμούς: το ΔΝΤ διαθέτει αυτή τη στιγμή 659 δισ. καταβεβλημένο κεφάλαιο, ενώ ο ESM περιορίζεται σε μόλις 100 δισ. από τα 700 δισ. που υποτίθεται ότι πρέπει να συγκεντρώσει σε βάθος χρόνου. Το αποθεματικό του ΔΝΤ μπορεί να αποδειχθεί κρίσιμο σε μια γαλλική ή ιταλική κρίση χρέους, Αυτή είναι η ουσία της στρατηγικής Σόιμπλε για την ευρωπαϊκή «μετακόμιση» του ΔΝΤ.
Ωστόσο, δεν είναι αυτή η στρατηγική του ΔΝΤ, για την ακρίβεια της ηγεσίας του και των ΗΠΑ που είναι και ο μεγαλύτερος χρηματοδότης του. Η προσέγγιση των ΗΠΑ- ενδεχομένως και κάποιων άλλων εκτός Ευρώπης μεγάλων ή μεσαίων «χορηγών» του Ταμείου -, δίνει στις επεμβάσεις του και γεωπολιτικό, εκτός από καθαρά χρηματοδοτικό-«μεταρρυθμιστικό», χαρακτήρα, Και σε κάθε περίπτωση είναι αντίθετη σε ένα μακροχρόνιο εγκλωβισμό του ΔΝΤ στην Ευρώπη που θα του στερήσει δυνάμεις, πόρους και κύρος για ταχείες επεμβάσεις σε δεκάδες χώρες της καπιταλιστικής περιφέρειας που έχουν προβλήματα χρέους, αλλά και διλήμματα αναζήτησης εναλλακτικών «προστατών». Δεν μπορεί να περάσει απαρατήρητο ότι ήδη η Ρωσία και οι λοιποί BRICS έχουν ήδη συγκροτήσει το δικό τους ταμείο στήριξης (CRA) και την αντίστοιχη Νέα Αναπτυξιακή Τράπεζα (NDB).
Μια αντίστοιχη Ασιατική Τράπεζα Επενδύσεων έχει συγκροτήσει η Κίνα από το 2014. Οι πρωτοβουλίες αυτές είναι ευθέως ανταγωνιστικές προς το ΔΝΤ, που δεν έχει ακόμη απαλλαγεί απί τη ρετσινιά του φιάσκου στις ασιατικές και άλλες διασώσεις τις προηγούμενες δεκαετίες. Και οι ΗΠΑ, που έβλεπαν πάντα τις επεμβάσεις του ΔΝΤ ως επέκταση της εξωτερικής και στρατιωτικής τους πολιτικής, δεν νιώθουν καθόλου χαρούμενες ούτε με τους πιθανούς «ανταγωνιστές» του ΔΝΤ, αλλά ούτε με τα γερμανικά σχέδια «απαγωγής» του Ταμείου στην Ευρώπη.
Επομένως, το ΔΝΤ βρίσκεται μπροστά σε υπαρξιακά, στρατηγικά διλήμματα που είναι απίθανο να αφήσουν ανεπηρέαστες τις τελικές αποφάσεις του για την Ελλάδα. Κι αυτό, μπορεί να γίνει πρόβλημα και της ελληνικής κυβέρνησης μέχρι το τέλος του χρόνου.