Η έκθεση συνιστά τη διατήρηση της πολύ χαλαρής νομισματικής πολιτικής της ΕΚΤ και την περαιτέρω χαλάρωσή της, εφόσον καθυστερήσει σημαντικά η αύξηση του πληθωρισμού προς τον στόχο της κεντρικής τράπεζας (λίγο κάτω από το 2%). Συνιστά, επίσης, να δοθεί μεγαλύτερη έμφαση στην αντιμετώπιση του υψηλού επιπέδου «κόκκινων» τραπεζικών δανείων που αντιμετωπίζουν αρκετές χώρες της Ευρωζώνης, προτείνοντας, μεταξύ άλλων, τη δημιουργία μίας εταιρείας διαχείρισης ενεργητικού σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Στο δημοσιονομικό επίπεδο, ο ΟΟΣΑ προτείνει να δοθεί μεγαλύτερη έμφαση στις δημόσιες επενδύσεις για να τονωθεί η ανάκαμψη, ενώ ζητά και ταχύτερη πρόοδο στην κατεύθυνση της ολοκλήρωσης της τραπεζικής ένωσης.
«Η πολύ χαλαρή νομισματική πολιτική βοήθησε στη σταδιακή αύξηση του ρυθμού ανάπτυξης τα δύο τελευταία χρόνια και συνέβαλε στη μείωση των εντάσεων στις αγορές κρατικών ομολόγων. Η επίπτωση της δημοσιονομικής πολιτικής στη ζήτηση έγινε σε γενικές γραμμές ουδέτερη. Σημαντικά στοιχεία της τραπεζικής ένωσης, τόσο αναφορικά με την εποπτεία όσο και με την εξυγίανση, έχουν τεθεί σε λειτουργία, βελτιώνοντας την αντοχή του ευρωπαϊκού χρηματοπιστωτικού συστήματος», σημειώνει ο ΟΟΣΑ.
«Ωστόσο», προσθέτει, «πολλά κατάλοιπα της κρίσης δεν έχουν ακόμη λυθεί και μεγάλα νέα προβλήματα έχουν αναδυθεί. Η ανεργία είναι ακόμη υψηλή σε πολλές χώρες, ο πληθωρισμός είναι κοντά στο μηδέν, πολύ κάτω από τον στόχο της ΕΚΤ (λίγο κάτω από το 2%). Σε αντίθεση με τις ΗΠΑ, οι επενδύσεις είναι ακόμη χαμηλότερες από τα επίπεδα του 2007, ιδιαίτερα στις χώρες που επλήγησαν περισσότερο από την κρίση, κυρίως λόγω της αδύναμης ζήτησης αλλά και του υψηλού επιπέδου μη εξυπηρετούμενων δανείων και, σε πολλές χώρες, του μεγάλου εταιρικού χρέους, που εμποδίζει τις πιστώσεις. Οι πολιτικές εντάσεις έχουν αυξηθεί πρόσφατα, λόγω των μεγάλων εισροών μεταναστών και έχουν ασκήσει πίεση στην ελεύθερη κυκλοφορία στη ζώνη της Σένγκεν. Η επανεισαγωγή συνοριακών ελέγχων σε ορισμένες χώρες της ζώνης του Σένγκεν αποτελεί πισωγύρισμα για την ευρωπαϊκή ενοποίηση».