Η σταδιακή αντιστροφή του οικονομικού κλίματος αποδίδεται, σύμφωνα με την ΤτΕ, στην ολοκλήρωση της πρώτης αξιολόγησης, η οποία αναμένεται να συμβάλει στην αποκατάσταση της εμπιστοσύνης και στην ενίσχυση της ρευστότητας, κατά τη διάρκεια του β’ εξαμήνου.
Οι κίνδυνοι, ωστόσο, για την πορεία της ελληνικής οικονομίας παραμένουν όπως τονίζεται στην έκθεση. Ο μεγαλύτερος κίνδυνος βρίσκεται στις αυξήσεις φόρων που αποφασίστηκε στο πλαίσιο της πρώτης αξιολόγησης για να καλυφθεί το δημοσιονομικό κενό της περιόδου 2016-2018.
Επιπλέον, η Τράπεζα της Ελλάδας υπογραμμίζει ότι τυχόν καθυστέρηση στην υλοποίηση των μεταρρυθμίσεων και ιδιωτικοποιήσεων που προβλέπονται στο πρόγραμμα θα περιορίσει την αύξηση της οικονομικής δραστηριότητας.
Επίσης, τυχόν επιδείνωση της προσφυγικής κρίσης θα μπορούσε να έχει σημαντικές αρνητικές επιπτώσεις στον τουρισμό και το εμπόριο, επιβραδύνοντας την ανάκαμψη της οικονομίας.
Αξίζει να τονιστεί ότι στην έκθεση επισημαίνεται η ανάγκη να εξειδικευτούν τα μέτρα ελάφρυνσης του Δημοσίου Χρέους αλλά και να μειωθεί στο στόχος του πρωτογενούς πλεονάσματος το 2018 στο 2%.
Παράλληλα η δέσμευση των Ευρωπαίων εταίρων για ανάληψη δράσεων με στόχο τη διασφάλιση της βιωσιμότητας του δημόσιου χρέους σε βραχυπρόθεσμο και μεσομακροπρόθεσμο ορίζοντα είναι ένα θετικό βήμα. Παρ' όλα αυτά, το πρόβλημα του δημόσιου χρέους δεν αντιμετωπίζεται αποφασιστικά και με εμπροσθοβαρή τρόπο στο πλαίσιο της ιδιαίτερα ευνοϊκής διεθνούς συγκυρίας των πολύ χαμηλών επιτοκίων, αλλά μετατίθεται για επανεξέταση στο μέλλον.
Συνεπώς, όπως υποστηρίζει ο διοικητής της ΤτΕ κρίνεται αναγκαία η εξειδίκευση, ποσοτικοποίηση και εμπροσθοβαρής ενεργοποίηση των προβλεπόμενων μέτρων διαχείρισης του δημόσιου χρέους, καθώς αυτή θα είχε ως συνέπεια, κατά τη διάρκεια του τρέχοντος έτους, την περαιτέρω μείωση του ασφαλίστρου κινδύνου της ελληνικής οικονομίας και την ενίσχυση της αξιοπιστίας και της αποδοχής των ακολουθούμενων πολιτικών, που θα συντελούσαν ώστε να βελτιωθεί περαιτέρω το κλίμα εμπιστοσύνης και να ενδυναμωθεί η ανάκαμψη της οικονομίας.
Επιπροσθέτως η ΤτΕ θεωρεί ότι επιβάλλεται:
• η υλοποίηση των μεταρρυθμίσεων που προβλέπονται στο πρόγραμμα,
• η επιτάχυνση του προγράμματος ιδιωτικοποιήσεων και αξιοποίησης της δημόσιας περιουσίας,
• η δραστική αντιμετώπιση του προβλήματος των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων των τραπεζών,
• η ελάφρυνση των φορολογικών βαρών με παράλληλη περικοπή των μη παραγωγικών δαπανών του Δημοσίου.
Αύξηση "κόκκινων" δανείων
Την ίδια ώρα, η έκθεση καταγράφει αύξηση των μη εξυπηρετούμενων δανείων των τραπεζών στο 45,2% στο τέλος Μαρτίου 2016 από 44,2% που ήταν στο τέλος του 2015. Όπως αναφέρει στην Έκθεση ο διοικητής της ΤτΕ Γιάννης Στουρνάρας το νέο θεσμικό πλαίσιο θα επιτρέψει την αποτελεσματικότερη διαχείριση των μη εξυπηρετούμενων δανείων.
Παράλληλα, όμως, απαιτούνται μια πιο ενεργητική πολιτική διαχείρισης των μη εξυπηρετούμενων δανείων από την πλευρά των τραπεζών μέσω μεγαλύτερης έμφασης σε μακροχρόνιες ρυθμίσεις, συντονισμένη αντιμετώπιση των κοινών πιστούχων, καθώς και έμφαση στην αναδιάρθρωση των βιώσιμων επιχειρήσεων.
Στο πλαίσιο αυτό, είναι κρίσιμη η επίτευξη των στόχων της ταχείας μείωσης του μεγάλου όγκου των μη εξυπηρετούμενων δανείων στα χαρτοφυλάκια των τραπεζών, οι οποίοι θα συμφωνηθούν από κοινού με την Τράπεζα της Ελλάδος και την ΕΚΤ στο αμέσως προσεχές διάστημα.
Εξ'άλλου, όπως επισημαίνεται στην ίδια έκθεση, η απόφαση του Eurogroup της 24ης Μαΐου, µε την οποία αναγνωρίζεται η επίτευξη συµφωνίας σε επίπεδο τεχνικών κλιµακίων και τίθενται στέρεες βάσεις για την ολοκλήρωση της πρώτης αξιολόγησης, είναι ένα σηµαντικό βήµα στην πορεία εφαρµογής του τρέχοντος προγράµµατος. Η απόφαση αυτή έχει άµεσα και έµµεσα οφέλη, όπως:
• Την τµηµατική εκταµίευση δόσεων ύψους 10,3 δισεκ. ευρώ έως το φθινόπωρο του 2016, εκ των οποίων 6,8 δισεκ. ευρώ αφορούν κάλυψη των αναγκών εξυπηρέτησης του δηµόσιου χρέους, ενώ ποσό 3,5 δισεκ. ευρώ θα διατεθεί για την εκκαθάριση µέρους των ληξιπρόθεσµων οφειλών της Γενικής Κυβέρνησης. Η εξέλιξη αυτή εκτιµάται ότι θα έχει θετικό αντίκτυπο στη ρευστότητα και την οικονοµική δραστηριότητα το β’ εξάµηνο του 2016.
• Την αναµενόµενη απόφαση του ∆ιοικητικού Συµβουλίου της ΕΚΤ για την επανένταξη των ελληνικών κρατικών τίτλων στις αποδεκτές από το Ευρωσύστηµα εξασφαλίσεις (“waiver”), γεγονός που θα επιτρέψει την πιο φθηνή χρηµατοδότηση των ελληνικών τραπεζών από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ).
• Τη δυνατότητα συµµετοχής και των ελληνικών κρατικών οµολόγων στο πρόγραµµα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ. Η επανένταξη των ελληνικών τίτλων στις αποδεκτές από το Ευρωσύστηµα εξασφαλίσεις και η συνεπαγόµενη πιο φθηνή αναχρηµατοδότηση των τραπεζών, σε συνδυασµό µε τη συµµετοχή των ελληνικών κρατικών οµολόγων στις παρεµβάσεις ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ, εκτιµάται ότι θα έχουν σηµαντική θετική επίδραση στα αποτελέσµατα των τραπεζών, δυνητικού ύψους περί τα 400 µε 500 εκατοµµύρια ευρώ. Τα έµµεσα οφέλη όµως, όπως για παράδειγµα η αναβάθµιση της πιστοληπτικής ικανότητας του Ελληνικού ∆ηµοσίου και των ελληνικών τραπεζών, αναµένεται να είναι σηµαντικά υψηλότερα.
• Τη βάσιµη προοπτική ότι οι αποδόσεις των οµολόγων του Ελληνικού ∆ηµοσίου και των οµολογιακών τίτλων που έχουν εκδώσει ελληνικές επιχειρήσεις στη διεθνή αγορά θα αποκλιµακωθούν µε γοργό ρυθµό, όπως έχει αρχίσει να συµβαίνει.