Αν και η μεταβολή αυτή οφείλεται ουσιαστικά στη μείωση του παρονομαστή, καθώς η δημιουργία νέων μη εξυπηρετούμενων δανείων δείχνει σημάδια εξασθένησης, εντούτοις επιβεβαιώνει ότι το υψηλό απόθεμα των μη εξυπηρετούμενων δανείων είναι σήμερα το μεγαλύτερο πρόβλημα του τραπεζικού συστήματος.
Στην Έκθεση της ΤτΕ επισημαίνεται ότι έχουν εισαχθεί πρόσφατα πολλές βελτιώσεις στο θεσμικό περιβάλλον που προάγουν την αποτελεσματικότερη διαχείριση εκ μέρους των τραπεζών των προβληματικών στοιχείων ενεργητικού. Συγκεκριμένα, έχουν υιοθετηθεί σημαντικά νομοθετήματα με αντικείμενο την επιτάχυνση της αναγκαστικής εκτέλεσης και γενικότερα των διαδικασιών στα δικαστήρια, τη ρύθμιση των οφειλών υπερχρεωμένων νοικοκυριών, καθώς και την απλοποίηση της εξυγίανσης και της ειδικής εκκαθάρισης των επιχειρήσεων.
Εκτιμάται ότι οι πρωτοβουλίες που έχουν δρομολογηθεί για τους επόμενους μήνες αποτελούν ιδιαίτερα σημαντικές τομές όσον αφορά τη δομή του ελληνικού τραπεζικού τομέα και την αναδιάταξη των εγχώριων τραπεζών.
ΚΑΤΑΘΕΣΕΙΣ
Οι έντονες αβεβαιότητες στις αρχικές διαπραγματεύσεις με τους διεθνείς πιστωτές της χώρας κατά το α' εξάμηνο του 2015 δημιούργησαν το υπόβαθρο για να καταγραφούν εκτεταμένες καθαρές εκροές καταθέσεων από το ελληνικό τραπεζικό σύστημα. Αντιθέτως, για μέρος της περιόδου από τον Ιούλιο του 2015 μέχρι και τον Απρίλιο του 2016 (τον πλέον πρόσφατο μήνα για τον οποίο υπάρχουν διαθέσιμα στοιχεία) σημειώθηκαν καθαρές εισροές καταθέσεων, ενώ οι καθαρές εκροές κατά τους υπόλοιπους μήνες είχαν πολύ μικρότερο μέγεθος συγκρινόμενες με αυτές κατά το α' εξάμηνο του 2015
Ειδικότερα, μεταξύ Ιουλίου 2015 και Απριλίου 2016, σημειώθηκε σωρευτική καθαρή εισροή καταθέσεων από τις μη χρηματοπιστωτικέςεπιχειρήσεις ύψους 1,6 δισεκ. ευρώ, αλλά καθαρή εκροή από τις καταθέσεις των νοικοκυριών ύψους 1,9 δισεκ. ευρώ.
Ενώ το α' εξάμηνο του 2015 καταγράφηκε μέση μηνιαία εκροή τραπεζογραμματίων από τις εγχώριες τράπεζες ύψους άνω των 3 δισεκ. ευρώ, κατά την περίοδο Ιουλίου 2015 - Απριλίου 2016 παρατηρήθηκε εισροή τραπεζογραμματίων κατά 0,3 δισεκ. ευρώ ανά μήνα.
Το α' εξάμηνο του 2015, η μέση μηνιαία φυγή κεφαλαίων στο εξωτερικό ανήλθε σε 2,1 δισεκ. ευρώ. Αντιθέτως, το β' εξάμηνο του 2015 και το α' τρίμηνο του 2016, για το οποίο έχουν δημοσιευθεί στοιχεία, σημειώθηκε επιστροφή κεφαλαίων μέσου μηνιαίου ύψους περίπου 0,4 δισεκ. ευρώ.
Η συγκράτηση της συρρίκνωσης της καταθε-τικής βάσης των τραπεζών αποδίδεται αφενός στην επιβολή (τέλη Ιουνίου 2015) περιορισμών στις αναλήψεις μετρητών και στις διασυνοριακές μεταφορές κεφαλαίων και αφετέρου στην τόνωση της εμπιστοσύνης που επιτεύχθηκε με τη συνομολόγηση συμφωνίας με τους διεθνείς πιστωτές τον Ιούλιο του 2015.
Η ολοκλήρωση της πρώτης αξιολόγησης όσον αφορά την εφαρμογή του τρίτου προγράμματος οικονομικής προσαρμογής θωρακίζει την εμπιστοσύνη, με συνέπεια σταδιακή προσέλκυση αποταμιεύσεων στο εγχώριο τραπεζικό σύστημα.
Επίδραση προς την ίδια κατεύθυνση ασκεί η περαιτέρω χαλάρωση των περιορισμών στο τραπεζικό σύστημα σε ένα περιβάλλον όπου η αβεβαιότητα θα έχει ελαχιστοποιηθεί, καθώς θα βελτιώσει τη ρευστότητα και άρα την ελκυστικότητα των εγχώριων καταθέσεων.
Σε αύξηση των καταθέσεων θα συμβάλει επίσης η αναμενόμενη ανάκαμψη του ΑΕΠ, ενώ σημαντική για τη δημιουργία νέων καταθέσεων θα είναι η ενίσχυση της πιστοδοτικής δραστηριότητας των τραπεζών (δεδομένου ότι η χορήγηση ενός νέου δανείου συνεπάγεται το άνοιγμα νέας κατάθεσης, όπου και πιστώνεται το προϊόν του δανείου), η οποία είναι επίσης πιθανή, όπως αναλύεται παρακάτω (ενότητα VI.3).
Εξάλλου, η χρησιμότητα (και άρα η ζήτηση) των καταθέσεων μίας ημέρας ως μέσου πληρωμών έχει αυξηθεί έναντι των προηγουμένων ετών, λόγω της πρόσφατης διάδοσης των χρεωστικών κυρίως, αλλά και των πιστωτικών, καρτών καθώς και των ηλεκτρονικών πληρωμών, η οποία τροφοδοτήθηκε από τον περιορισμό της άμεσης διαθεσιμότητας χρήματος σε φυσική μορφή κατόπιν της επιβολής εβδομαδιαίου ορίου στις αναλήψεις. Τέλος, η εμπι-στοσύνη, ειδικότερα προς τη φερεγγυότητα των πιστωτικών ιδρυμάτων, η οποία επηρεάζει αποφασιστικά την ελκυστικότητα των καταθέσεων σε σύγκριση με εναλλακτικές τοποθετήσεις σε χρηματοοικονομικά στοιχεία, έχει ενισχυθεί κατόπιν της πρόσφατης ανακεφαλαιοποίησης του τραπεζικού συστήματος.
ΤΡΑΠΕΖΙΚΑ ΕΠΙΤΟΚΙΑ
Η καθοδική πορεία των επιτοκίων καταθέσεων, από τα μέσα του 2012, διακόπηκε το α' εξάμηνο του 2015, λόγω των εκτεταμένων αποσύρσεων καταθέσεων. Τα επιτόκια επανεμφάνισαν πτωτική τάση μετά τον Ιούνιο του 2015,όταν μετριάστηκαν σημαντικά οι εκροές. Τα επιτόκια στεγαστικής πίστης ακολουθούν καθοδική τάση από τα τέλη του 2011. Η τάση αυτή αντιστράφηκε προσωρινά κατά το α' εξάμηνο του 2015 πιθανόν εξαιτίας της αύξησης της αβεβαιότητας, αλλά συνετέλεσε και το γεγονός ότι την περίοδο εκείνη καταγράφηκαν προσωρινά αυξημένες εκταμιεύσεις νέων στεγαστικών δανείων. Με την επιστροφή της εμπιστοσύνης τον Ιούλιο του 2015, η προηγηθείσα άνοδος των επιτοκίων στεγαστικής πίστης φαίνεται να αντιστράφηκε και τους τελευταίους μήνες καταγράφεται ήπια ανοδική τάση.
Αντιθέτως, τα λοιπά επιτόκια τραπεζικού δανεισμού (δηλ. για μη χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις ή καταναλωτική πίστη) κατέγραψαν απότομη άνοδο αμέσως μετά την επιβολή των περιορισμών στο τραπεζικό σύστημα. Οι αυξήσεις αντιστράφηκαν μέσα σε ένα μήνα στην περίπτωση των πιστώσεων χωρίς καθορισμένη διάρκεια προς μη χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις. Όμως, όσον αφορά τα δάνεια με προκαθορισμένη λήξη, τα επιτόκια εξακολούθησαν να καταγράφουν διαδοχικές αυξήσεις και τους επόμενους μήνες. Προς τα τέλη του 2015,
ή και κατά τους πρώτους μήνες του 2016, οι αυξήσεις αυτές άρχισαν να αντιστρέφονται.
Όσον αφορά την τραπεζική χρηματοδότηση των μη χρηματοπιστωτικών επιχειρήσεων, αυτές περιλαμβάνουν τις υπεραναλήψεις από λογαριασμούς όψεως ή αλληλόχρεους λογαριασμούς. Όσον αφορά την καταναλωτική πίστη, αυτές περιλαμβάνουν τα ανοικτά καταναλωτικά δάνεια, τις πιστωτικές κάρτες και τις υπεραναλήψεις από τρεχούμενους λογαριασμούς καταθέσεων φυσικών προσώπων.
Οι αυξήσεις του επιτοκίου γύρω στα μέσα του 2015 αντιστράφηκαν ακολούθως και στην περίπτωση των καταναλωτικών δανείων χωρίς καθορισμένη διάρκεια, ωστόσο για να διακριθεί σαφώς αυτή η εξέλιξη πρέπει να διαχωριστεί από την ήπια ανοδική τάση την οποία ακολουθούν από ετών τα επιτόκια των καταναλωτικών δανείων, τόσο αυτών με καθορισμένη διάρκεια όσο και αυτών χωρίς προκαθορισμένη λήξη.
Η άνοδος των επιτοκίων με την επιβολή των περιορισμών πιθανόν να αντανακλά αύξηση του εκτιμώμενου από τις τράπεζες πιστωτικού κινδύνου. Δεδομένων των συνθηκών που επικράτησαν το α' εξάμηνο του 2015, οι προβλέψεις για το ΑΕΠ στην Ελλάδα αναθεωρήθηκαν προοδευτικά προς τα κάτω. Ενισχύθηκαν οι προσδοκίες για επιβράδυνση της οικονομικής δραστηριότητας, τουλάχιστον κατά το β' εξάμηνο του 2015 και το έτος 2016, και αντιστοίχως για αύξηση του πιστωτικού κινδύνου.
Επιπροσθέτως, στα μέσα του 2015 αναπτύχθηκαν προσδοκίες ότι η ιδιωτική κατανάλωση και συνεπώς και τα έσοδα των επιχειρήσεων θα επηρεάζονταν κατά έντονα αρνητικό τρόπο λόγω της επιβολής ορίου στις αναλήψεις μετρητών. Διατυπώθηκαν φόβοι ότι οι εισαγωγικές δραστηριότητες των επιχειρήσεων, και κατ' επέκταση η εγχώρια παραγωγή, θα δυσχεραίνονταν λόγω της αργίας των τραπεζών και των περιορισμών στις διασυνοριακές πληρωμές. Φαίνεται ότι οι τράπεζες εκτίμησαν ότι πολλές επιχειρήσεις θα εξωθούνταν σε αύξηση του τραπεζικού δανεισμού, προκειμένου να αντισταθμίσουν τις μειώσεις στις προσόδους τους, ώστε να παραμείνουν σε θέση να εξυπηρετούν απρόσκοπτα τις ανελαστικές υποχρεώσεις τους και να μη
σταματήσουν να λειτουργούν (distress borrowing). Δηλαδή οι τράπεζες θεώρησαν ότι λάμβανε χώρα αύξηση του κινδύνου, η οποία δικαιολογούσε περιορισμό της προσφοράς πιστώσεων, ταυτόχρονα με άνοδο της ζήτησης πιστώσεων, και έτσι αρχικά αύξησαν τα επιτόκια δανεισμού. Είναι αξιοσημείωτο ότι, στο πλαίσιο της έρευνας για τις τραπεζικές χορηγήσεις, αναφέρεται από τις ελληνικές τράπεζες αύξηση της ζήτησης πιστώσεων κατά το γ' τρίμηνο του 2015, τόσο εκ μέρους των επιχειρήσεων μικρού και μεσαίου μεγέθους όσο και εκ μέρους των καταναλωτών, για πρώτη φορά από τα τέλη του 2014.
Όταν, στη διάρκεια του β' εξαμήνου του 2015, οι προσδοκίες για την οικονομική δραστηριότητα βελτιώθηκαν και καθώς η εμπειρία καταδείκνυε ότι η εφαρμογή των περιορισμών
στο τραπεζικό σύστημα δεν προκαλούσε σημαντικές δυσχέρειες για την επιχειρηματική δραστηριότητα, οι τράπεζες άρχισαν σταδιακά να αντιστρέφουν τις προηγηθείσες αυξήσεις των επιτοκίων. Είναι αξιοσημείωτο ότι, σύμφωνα με την έρευνα για τις τραπεζικές χορηγήσεις, η απαισιοδοξία των προσδοκιών των τραπεζών όσον αφορά τις μακροοικονομικές εξελίξεις, τις προοπτικές στο επίπεδο μεμονωμένων τομέων οικονομικής δραστηριότητας ή επιχειρήσεων, την ευκολία ρευστοποίησης των εξασφαλίσεων και, τέλος, τον κίνδυνο εν γένει επηρέασε περισσότερο περιοριστικά τα
πιστοδοτικά τους κριτήρια και τους όρους και τις προϋποθέσεις νέων δανείων κατά το γ' τρίμηνο του 2015, ενώ κατά το δ' τρίμηνο η επίδραση των προσδοκιών αυτών αμβλύνθηκε.
Η πολιτική επιτοκίων εκ μέρους των τραπεζών (περί τα μέσα του 2015) ενθάρρυνε τις επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά να προβούν στις όποιες αναγκαίες αυξήσεις του δανεισμού τους σε περιορισμένη βάση, χρησιμοποιώντας ήδη εγκεκριμένες γραμμές πιστώσεων (χωρίς καθορισμένη λήξη), παρά να συνάψουν εξ αρχής νέα δάνεια, δυνητικά μεγαλύτερου ύψους από τα διαθέσιμα περιθώρια εντός των προϋπαρχόντων πιστωτικών ορίων. Η πολιτική αυτή απάλυνε και τα εκλαμβανόμενα από τις τράπεζες προβλήματα ρευστότητας και κεφαλαιακής επάρκειας τα οποία, με βάση την εμπειρία στα μέσα του έτους (πριν την ανακεφαλαιοποίηση), παρουσιάζονταν ιδιαιτέρως οξυμένα.
Καθώς η εμπιστοσύνη θα εδραιώνεται και η επιβράδυνση της οικονομικής δραστηριότητας θα φθάνει στο τέλος της, η καθοδική κίνηση την οποία έχουν εμφανίσει τα περισσότερα ονομαστικά επιτόκια δανεισμού κατά τους τελευταίους μήνες θα παγιωθεί. Εξάλλου, η πτωτική τάση την οποία εμφανίζουν κατά τα τελευταία έτη τα επιτόκια σε πραγματικούς όρους επίσης αναμένεται να εξακολουθήσει
μελλοντικά. Σε αυτό θα βοηθήσει και το γεγονός ότι, καθώς η ελληνική οικονομία θα εξέρχεται από την κρίση, οι πιθανότητες ο εγχώριος πληθωρισμός να διαμορφωθεί σε πολύ χαμηλές θετικές ή σε αρνητικές τιμές θα περιοριστούν και οι πληθωριστικές προσδοκίες θα αναθεωρηθούν προς τα άνω.
Συνέπεια των διαστάσεων του προβλήματος των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων είναι η διατήρηση σε υψηλά επίπεδα του περιθωρίου μεταξύ επιτοκίων τραπεζικού δανεισμού και
κόστους άντλησης χρηματοδοτικών πόρων εκ μέρους των τραπεζών, προς διοχέτευση σε νέες πιστώσεις. Με την αναμενόμενη πρόοδο στην αντιμετώπιση του προβλήματος, η
αύξηση του περιθωρίου κατά τα τελευταία έτη αναμένεται να αντιστραφεί, ασκώντας επιπλέον πιέσεις για υποχώρηση των δανειακών επιτοκίων των τραπεζών. Εξάλλου, και το κόστος χρηματοδότησης των τραπεζών, το οποίο αποκλιμακώθηκε από το β' εξάμηνο του 2015 και εξής, κυρίως λόγω της ταχείας υποχώρησης του κόστους συγκέντρωσης καταθέσεων λιανικής, θα καταγράψει σημαντική
περαιτέρω μείωση. Ως γνωστόν, η θετική αξιολόγηση εκ μέρους των διεθνών εταίρων αποτελεί την προϋπόθεση προκειμένου τα χρεόγραφα του Ελληνικού Δημοσίου να γίνουν και πάλι αποδεκτά στις πράξεις ανοικτής αγοράς που διενεργεί το Ευρωσύστημα, μέσω των οποίων παρέχεται χρηματοδότηση στα πιστωτικά ιδρύματα με εξαιρετικά ευνοϊκούς όρους.
ΠΙΣΤΩΤΙΚΗ ΕΠΕΚΤΑΣΗ
Κατά το α' εξάμηνο του 2015, οι μηνιαίες καθαρές ροές νέας τραπεζικής χρηματοδότησης προς την πραγματική οικονομία, όσον αφορά την επιχειρηματική αλλά και την καταναλωτική πίστη, διαμορφώθηκαν σε θετικά ή εν γένει λιγότερο αρνητικά επίπεδα σε σύγκριση με το 2014. Αντιθέτως, τον Ιούλιο του 2015 καταγράφηκαν συγκριτικά έντονα αρνητικές καθαρές ροές τραπεζικών πιστώσεων, εξαιτίας της τραπεζικής αργίας κατά το μεγαλύτερο μέρος του μηνός. Έκτοτε οι μηνιαίες καθαρές ροές έγιναν και πάλι γενικά λιγότερο αρνητικές Κατά συνέπεια, ο ετήσιος ρυθμός μείωσης τόσο της τραπεζικής χρηματοδότησης προς μη χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις όσο και της καταναλωτικής πίστης συνέχισε, κατά το 2015 και τους πρώτους μήνες του 2016, να ακολουθεί σχεδόν αδιαλείπτως φθίνουσα πορεία, όπως και τα προηγούμενα έτη. Αντιθέτως, ο ετήσιος ρυθμός μείωσης των στεγαστικών δανείων παρέμεινε ουσιαστικά σταθερός.
Ο περιορισμός του ρυθμού μείωσης της επιχειρηματικής πίστης είναι συνεπής με την άνοδο του ΑΕΠ κατά το α' εξάμηνο του 2015.
Κατά το β' εξάμηνο του 2015, είναι πιθανόν ότι η προσφορά τραπεζικής χρηματοδότησης στηρίχθηκε από την προσδοκία των τραπεζών ότι επρόκειτο να ανακεφαλαιοποιηθούν, όπως και από την υποχώρηση της αβεβαιότητας, η οποία, αν μη τι άλλο, αύξησε τις δυνατότητες των τραπεζών να συγκεντρώσουν πόρους προς αναδανεισμό ενώ η πρόσβαση στην Τράπεζα της Ελλάδος για άντληση ρευστότητας συνεχίσθηκε απρόσκοπτα. Η υποχώρηση της αβεβαιότητας πρέπει να επέδρασε θετικά και στη ζήτηση πιστώσεων και να αντιστάθμισε κάπως την αρνητική επίπτωση της οικονομικής επιβράδυνσης. Οι ερμηνευτικοί παράγοντες της εξέλιξης της καταναλωτικής πίστης ήταν ανάλογοι.
Επισημαίνεται ότι το υψηλό και αυξανόμενο ποσοστό μη εξυπηρετούμενων δανείων οδηγεί σε προοδευτική υποεκτίμηση του απόλυτου μεγέθους της αρνητικής καθαρής ροής νέας τραπεζικής χρηματοδότησης, ώστε οι αντίστοιχοι ετήσιοι ρυθμοί μείωσης να εμφανίζονται λιγότερο αρνητικοί απ' ό,τι αν τα υφιστάμενα χρέη προς τις τράπεζες εξυπηρετούνταν κανονικά. Η μηνιαία καθαρή ροή ορίζεται ως η διαφορά μεταξύ (α) του ύψους των χορηγηθέντων από τις τράπεζες νέων δανείων και πιστώσεων και (β) των χρεολυσίων που κατέβαλαν οι δανειολήπτες στις τράπεζες, εντός του
ημερολογιακού μηνός, για την (μερική) εξόφληση της χρηματοδότησης που είχαν αντλήσει κατά το παρελθόν από το τραπεζικό σύστημα.
Εάν, συνεπώς, τα καταβαλλόμενα χρεολύσια ελαττωθούν σημαντικά, η καθαρή ροή είναι δυνατόν να καταστεί λιγότερο αρνητική και στο τέλος να μεταστραφεί από αρνητικές σε θετικές τιμές, εξέλιξη η οποία ωστόσο στην πραγματικότητα δεν αντανακλά αντίστοιχη αναθέρμανση της πιστοδοτικής δραστηριότητας των τραπεζών. Ο μηχανισμός αυτός δεν αποκλείεται να υποκρύπτεται σε κάποιο βαθμό — μεγαλύτερο στην περίπτωση της καταναλωτικής πίστης, για την οποία τα ποσοστά καθυστερήσεων είναι ιδιαίτερα υψηλά — πίσω από την εξέλιξη των μηνιαίων καθαρών ροών που περιγράφηκε παραπάνω.
Ένδειξη προς αυτή την κατεύθυνση παρέχουν τα διαθέσιμα στοιχεία για τις ακαθάριστες μηνιαίες ροές δανείων. Το ύψος των νέων δανείων με προκαθορισμένη λήξη, τα οποία χορηγούνταν κάθε μήνα από τα πιστωτικά ιδρύματα, τόσο προς μη χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις όσο και προς νοικοκυριά για τη χρηματοδότηση καταναλωτικών δαπανών, μειώθηκε προοδευτικά μεταξύ β' εξαμήνου του 2014 και β' εξαμήνου του 2015, ενώ η υποχώρηση φαίνεται να συνεχίζεται και τους πρώτους μήνες του 2016.
Μάλιστα, ο λόγος των εκταμιεύσεων δανείων καθορισμένης λήξης προς το ονομαστικό ΑΕΠ υποχώρησε μεταξύ β' εξαμήνου του 2014 (της πρώτης εξαμηνιαίας περιόδου για την οποία έχουν καταρτιστεί συνεπή στοιχεία για τις ακαθάριστες ροές) και α' τριμήνου του 2016 (είτε περιληφθούν είτε δεν περιληφθούν τα στεγαστικά δάνεια). Η εξέλιξη αυτή παρέχει κάποιες ενδείξεις ότι η διαθεσιμότητα πιστώσεων περιορίστηκε όχι μόνο σε απόλυτους αριθμούς αλλά και σε σύγκριση με ένα (ατελές βεβαίως) μέτρο των αναγκών της οικονομίας για χρηματοδότηση. Τέλος, καθοδική ήταν και η πορεία του υφιστάμενου υπολοίπου των τραπεζικών πιστώσεων χωρίς καθορισμένη λήξη (17% του συνόλου της ανεξόφλητης τραπεζικής χρηματοδότησης προς τις μη χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά κατά μέσο όρο στη διάρκεια της περιόδου υπό επισκόπηση). Εξάλλου και ο λόγος του υπολοίπου αυτών των πιστώσεων προς το ονομαστικό ΑΕΠ υποχώρησε.
Η θωράκιση της εμπιστοσύνης μέσω της θετικής αξιολόγησης θα διευκολύνει την αύξηση της πρόσβασης των τραπεζών στις διεθνείς αγορές χρήματος και κεφαλαίων και θα συμβάλει στη σταδιακή επιστροφή στο εγχώριο πιστωτικό σύστημα αφενός αποθησαυρισμένων τραπεζογραμματίων και αφετέρου καταθέσεων Ελλήνων από τράπεζες στο εξωτερικό. Όπως
προαναφέρθηκε, η έκταση στην οποία οι ελληνικές τράπεζες θα μπορούν να αντλήσουν χρηματοδότηση από το Ευρωσύστημα επίσης πρόκειται να αυξηθεί. Έχει προηγηθεί (Απρίλιος 2016) η παραχώρηση της δυνατότητας στις εγχώριες τράπεζες να πωλούν στο Ευρωσύστη μα ομόλογα τα οποία εξέδωσε το EFSF στο πλαίσιο παλαιότερων ανακεφαλαιοποιήσεών τους. Αυτό επέτρεψε στα ελληνικά πιστωτικά ιδρύματα κατ' ουσίαν να αρχίσουν να συμμετέχουν, σε έκταση η οποία δεν είναι πλέον αμελητέα, στο πρόγραμμα αγοράς τίτλων, αποκτώντας έτσι ρευστά διαθέσιμα σε μόνιμη βάση (σε αντιδιαστολή με την απόκτηση διαθεσίμων σε προσωρινή βάση η οποία επιτυγχάνεται μέσω της συμμετοχής στις λοιπές, αντιστρεπτέες, πράξεις του Ευρωσυστήματος (repos)).
Ο συνδυασμός (α) της αναμενόμενης υπό πολύ ευνοϊκούς όρους, αύξησης της ρευστότητας του τραπεζικού συστήματος με την (β) πρόσφατη ενίσχυση της κεφαλαιακής του βάσης θα συντελέσει σε τόνωση της πιστοδοτικής ικανότητας των εγχώριων τραπεζών. Ο σημαντικότερος παράγοντας που θα εξακολουθήσει, ωστόσο, να περιορίζει την προσφορά τραπεζικής χρηματοδότησης είναι το υψηλό απόθεμα μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων. Τον τελευταίο καιρό έχει εμπλουτιστεί σημαντικά το θεσμικό πλαίσιο στη χώρα μας , προκειμένου να διευκολυνθεί η αντιμετώπιση του προβλήματος εκ μέρους των τραπεζών, π.χ. μέσω αναδιάρθρωσης-ρύθμισης των χρεών ή και ρευστοποίησης των εξασφαλίσεων.
Επιπροσθέτως, το πρόβλημα θα απαλυνθεί μέσω αυτόματων μηχανισμών σε ένα περιβάλλον οικονομικής ανάκαμψης, καθώς η συχνότητα δημιουργίας νέων δανείων σε καθυστέρηση θα μειωθεί και ορισμένα δάνεια, τα οποία τελούν επί του παρόντος σε καθυστέρηση, θα καταστεί δυνατόν, ακόμη και χωρίς να έχει προηγηθεί αναδιάρθρωση, να γίνουν και πάλι ενήμερα. Στο μέτρο που το βάρος του προβλήματος των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων θα απαλύνεται, οι δυνατότητες των τραπεζών να επικεντρωθούν στην παροχή νέων πιστώσεων προς υγιείς τομείς θα διευρύνονται.
Ειδάλλως, οι βιώσιμες επιχειρήσεις δεν θα είναι δυνατόν να χρηματοδοτηθούν όσο εντατικά θα ήταν επιθυμητό, διότι σημαντικό μέρος της πιστωτικής επέκτασης των τραπεζών θα δεσμεύεται για τη χρηματοδότηση οφειλετών που αντιμετωπίζουν δυσκολίες στην εξυπηρέτηση των χρεών τους, οι οποίες είναι αμφίβολο αν είναι απλώς προσωρινές και αναστρέψιμες. Τέλος, η αναμενόμενη ανάκαμψη της οικονομικής δραστηριότητας και η περαιτέρω υποχώρηση της αβεβαιότητας θα συμβάλουν σε αύξηση και της ζήτησης πιστώσεων, ενώ προς αυτή την κατεύθυνση επιδρά και η αποκλιμάκωση των δανειακών επιτοκίων, η οποία, όπως προαναφέρθηκε, σε πραγματικούς όρους έχει ήδη γενικευθεί σε όλες τις κατηγορίες τραπεζικής πίστης.